Παρασκευή 22 Μαΐου 2015

25 χρόνια Μουσικά Σχολεία



Γράφει η Ευτυχίας Μητρίτσα*

Πώς αποτιμούνται τα 25 χρόνια λειτουργίας ενός θεσμού; Με ποια μεγέθη-εργαλεία μπορούμε να μετρήσουμε την προσφορά των Μουσικών Σχολείων στο χάρτη της δημόσιας εκπαίδευσης; Πόσο έχουν επηρεάσει τη μουσική ζωή της
χώρας μας, μια που μιλάμε για σχολεία εξειδίκευσης; Πώς προσδιορίζεται σήμερα ο εκπαιδευτικός στόχος των 42 συνολικά Μουσικών Σχολείων ανά την Ελλάδα; Όλα αυτά και πολλά άλλα, είναι ερωτήματα που επανέρχονται ζωηρά μέσα στη συγκυρία του εορτασμού των 25 χρόνων του θεσμού.

Η πρώτη μου επαφή με το τι σημαίνει “Μουσικό Σχολείο”, συνέβη όταν ανάμεσα στους συμφοιτητές μου, στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών της Αθήνας, γνώρισα κάποιους απόφοιτους των Μουσικών Σχολείων Παλλήνης και Ιλίου. Ξεχώριζαν – όχι μόνο από τη μεταξύ τους οικειότητα (που σε ένα καινούριο για όλους περιβάλλον, γινόταν αμέσως αντιληπτή), ούτε από την εναλλακτική, κάπως “χίπικη/ethnic” (όπως θέλεις πες το), εμφάνισή τους. Ήταν η γλώσσα τους, η γλώσσα της Παράδοσης, αυτό που τους έκανε να ξεχωρίζουν: Η εξοικείωσή τους με όρους συγκεχυμένους ή άγνωστους μέχρι τότε σε μένα (που είχα τελειώσει το Γενικό Λύκειο και είχα προχωρήσει ήδη αρκετά τις ωδειακές μου σπουδές), όπως “ήχος πλάγιος του β‘ “, “λαύτα”, χιτζάζ, “ καβάλ”, “φθορά”, “απήχημα”, “ταξίμι” και τόσα άλλα, υπήρξε αποκαλυπτική. Όσο κι αν είχα στα αυτιά μου τον Ελληνικό Ήχο, μεγαλωμένη στην επαρχία, δεν γνώριζα τα κλειδιά του. Τα παιδιά λοιπόν αυτά, πατούσαν και με τα δύο πόδια σ’ αυτό που καταλαβαίνουμε και βιώνουμε ως Μουσική μέσα στο γεωγραφικό μας χώρο. Η Ανατολή και η Δύση – η ασυγκέραστη παράδοση της βυζαντικής μουσικής και του δημοτικού μας τραγουδιού από τη μια και το ευρωπαϊκό μουσικό σύστημα από την άλλη. Δύο κόσμοι ισότιμοι στις αποσκευές τους

Εκτός από τη δωρεάν μουσική παιδεία, η σημαντικότερη ίσως καινοτομία των Μουσικών Σχολείων συνοψίζεται στην εισαγωγή της παραδοσιακής μουσικής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ισότιμα με την ευρωπαϊκή ακαδημαϊκή μουσική. Η δυνατότητα να γνωρίσουν, δηλαδή να ακούσουν και να παίξουν οι έφηβοι των πόλεων, τραγούδια και σκοπούς από τη Ελληνική Μουσική Παράδοση, συμβαίνει για πρώτη φορά το 1988 με την ίδρυση του Μουσικού Σχολείου Παλλήνης και εξαπλώνεται σταδιακά σε όλη τη χώρα. Χάρις στο όραμα των εμπνευστών του θεσμού (Μάριου Μαυροειδή και Στέφανου Βασιλειάδη) τα Μουσικά Σχολεία λειτουργούν ως αντίβαρο στη μεγάλη αστικοποίηση του τρόπου ζωής και στην εξάπλωση της τηλεοπτικής αισθητικής. Αθόρυβα, αλλά αποφασιστικά, τα σχολεία αυτά μετατρέπονται σε φυτώρια εξερεύνησης την παραδοσιακής μουσικής και του τρόπου που μπορεί να διδαχθεί η κατεξοχήν προφορική και αυτοσχεδιαστική δημοτική μας παράδοση, δίπλα στην “κλασική” μουσική.

Το Μουσικό Σχολείο είναι λοιπόν ένα πείραμα. Είναι η πρώτη προσπάθεια συστηματοποίησης της διδασκαλίας της ελληνικής παραδοσιακής μουσικής. Οι μέθοδοι διδασκαλίας στην αρχή καλύπτουν κάθε δυνατό μέσο μετάδοσης της γνώσης – το μάθημα μετατρέπεται σε παιχνίδι που σε μαθαίνει να ψάχνεις, να ακούς, να αναζητάς το δικό σου τρόπο παιξίματος, πράγμα πρωτόγνωρο και πολύ διαφορετικό από το γνωστό ωδειακό (απόλυτο) σύστημα εκμάθησης της μουσικής, που γίνεται βάσει λεπτομερούς παρτιτούρας. Φυσικά με τα χρόνια υιοθετήθηκε και η καταγραφή της παραδοσιακής μουσικής με τη χρήση της ευρωπαϊκής σημειογραφίας, χωρίς ωστόσο να παραβιάζεται έτσι ο κεντρικός αυτοσχεδιαστικός χαρακτήρας της. Οι πρώτοι απόφοιτοι, λοιπόν, των Μουσικών Σχολείων που αφοσιώνονται στο παραδοσιακό τους όργανο, δεν είναι απλώς εμπειροτέχνες – είναι οι πρώτοι “μορφωμένοι” παραδοσιακοί μουσικοί.

Στις μέρες μας βέβαια, το δίπολο ευρωπαϊκή – παραδοσιακή μουσική έχει μπολιαστεί με πολλά διαφορετικά μουσικά ρεύματα, μια που οι μουσικές και όχι μόνο, εκδηλώσεις των σχολείων αυτών διακρίνονται για την απόλυτη ελευθερία ως προς την επιλογή του ρεπερτορίου: Μικρά και μεγάλα σύνολα – ροκ, τζαζ, ethnic, παραδοσιακής και “δυτικής” ορχηστρικής μουσικής -, θεατρικά δρώμενα, φιλολογικά εργαστήρια, διαθεματικά projects και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, ζωντανεύουν στους διαδρόμους και στις αίθουσες εκδηλώσεων των Μουσικών Σχολείων. Το σχολείο γίνεται έτσι πεδίο ανταλλαγής ιδεών, δημιουργικής άμιλλας, ελεύθερης έκφρασης και ευρείας καλλιτεχνικής καλλιέργειας, με τη μουσική να αποτελεί κεντρικό κομμάτι της καθημερινότητας των παιδιών.

Αν ρωτήσεις έναν απόφοιτο Μουσικού Σχολείου (από τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του ως και σήμερα), τι αντιπροσωπεύει γι’ αυτόν το σχολείο του, η απάντηση του είναι: Εμπειρία. Η δημιουργικότητα, η αυτενέργεια, η ομαδικότητα και, ιδιαίτερα, η ψυχική επαφή με την Τέχνη, απογειώνουν την εκπαιδευτική διαδικασία, από σχέδιο επί χάρτου, σε βιωμένη γνώση. Το περιβάλλον του Μουσικού Σχολείου ευνοεί τη συνεργασία και την αλληλοαποδοχή ανάμεσα στους μαθητές, που δένονται έτσι με ισχυρούς ψυχικούς δεσμούς μεταξύ τους. Δεν είναι τυχαίο, ότι μερικές από τις μπάντες που δίνουν το δικό τους παρόν σήμερα στο χώρο της μουσικής, εκπροσωπώντας, μάλιστα, διαφορετικά ρεύματα, έχουν δημιουργηθεί από απόφοιτους των σχολείων αυτών. (Αναφέρω ενδεικτικά: Χάρης Λαμπράκης Trio, Μάρθα Μαυροειδή Trio, Τακίμ, Ματ σε 2 υφέσεις, Burger Project, Musica Ficta – Απόλλων Ρέτσος, Usurum κ.α.). Εξίσου, ο κατάλογος των επαγγελματιών μουσικών (σε διάφορα είδη μουσικής) που έχουν περάσει από μουσικά σχολεία, είναι μακρύς.

Τελικά, ποιός είναι ο ορισμός του Μουσικού Σχολείου, σε ποιούς απευθύνεται; Είναι ένα “δημόσιο καλλιτεχνικό σχολείο, με εξειδίκευση στη μουσική”, που αφορά όποιον ενδιαφέτεται να διδαχθεί μουσική. Η “επαγγελματική κατεύθυνση στη μουσική” “ως δυνατή επιλογή των αποφοίτων του”, όπως περιγράφεται στον ιδρυτικό νόμο (3345-88, ΦΕΚ 648 Β’), μπορεί να υπήρχε ως αρχικός στόχος των εμπνευστών του, υπάρχουν όμως πολλές μέριμνες που το Υπουργείο Παιδείας θα έπρεπε ήδη να έχει προνοήσει να συμβούν μέσα στην εξέλιξη του θεσμού, προκειμένου όντως να υποστηρίζεται η επιλογή αυτή. Φυσικά ένα μεγάλο μουσικό ταλέντο δε μπορεί παρά να ακολουθήσει την κλίση του. Όμως, θεσμικά, ο νέος μουσικός παραμένει μετέωρος. Δε μπορούμε να μιλάμε για στέρεη και στοχευμένη μουσική παιδεία, όταν αυτή ξεκινάει (πολύ αργά) στο γυμνάσιο. Είναι απαραίτητη η δημιουργία Μουσικών Δημοτικών, κι ακόμα πιο επιτακτική η ίδρυση Ακαδημίας (Παραδοσιακής και Ακαδημαϊκής Μουσικής), αν θέλουμε να μιλάμε για ολοκληρωμένη πρόταση μουσικής εκπαίδευσης στη χώρα μας. Δυστυχώς η πολιτεία κωφεύει μπροστά στο αυτονόητο. Ακόμη, και με αφετηρία το πρόγραμμα σπουδών του Μουσικού Σχολείου, επιβάλλεται να ξεκινήσει δημιουργικός διάλογος πάνω στις σύγχρονες ανάγκες και τους εκπαιδευτικούς στόχους του σχολείου, επειδή οι ελλείψεις παραμένουν πολλές: Τα περισσότερα μουσικά όργανα μέχρι σήμερα δεν έχουν αναλυτικό πρόγραμμα σπουδών ούτε μουσικά βιβλία-μεθόδους, ενώ στην αρχή κάθε χρονιάς, πολλοί καθηγητές οργάνων, αργούν έως και 2-3 μήνες να τοποθετηθούν ως αναπληρωτές ή ωρομίσθιοι.

Είναι βέβαιο πως ένα μεγάλο μέρος της επιτυχίας των Μουσικών Σχολείων καθώς και η δημοφιλία τους ανάμεσα στους σπουδαστές τους, οφείλονται σε προικισμένους, χαρισματικούς δασκάλους που πέρασαν από τις τάξεις των σχολείων αυτών. Το παρθένο έδαφος μετουσίωσε την απόπειρα σε έμπνευση, σε αγάπη και αφοσίωση για τη μουσική. Σήμερα το αίτημα παραμένει το ίδιο: Τα Μουσικά Σχολεία χρειάζονται εμπνευσμένους δασκάλους, όπως και εξειδικευμένο διάλογο μεταξύ προσωπικοτήτων της Τέχνης και της Εκπαίδευσης που, από κοινού, θα προτείνουν το δρόμο και το βηματισμό, προς την ωρίμανση του θεσμού και την εδραίωσή του στην ελληνική κοινωνία. Ο διάλογος αυτός φαίνεται πως είναι η μόνη διέξοδος, μαζί και πρόκληση. Η συμβολή σημαντικών καλλιτεχνών και ανθρώπων του πνεύματος και της επιστήμης, που θα καταθέσουν την εμπειρία και το όραμά τους, θα αποτελέσει γεγονός ζωτικής σημασίας για την εξέλιξη και αναβάθμιση της μουσικής παιδείας στον τόπο μας.

Υ.Γ.: Ευχαριστώ πολύ τον Αλέξανδρο Καψοκαβάδη για το δημιουργικό διάλογο και την γνώση και εμπειρία του, ως υποψήφιου διδάκτορα με θέμα τα Μουσικά Σχολεία, απόφοιτου του Μουσικού σχολείου Ιλίου και εξαιρετικού μουσικού (μέλος του συγκροτήματος Ματ σε 2 υφέσεις).

* Η Ευτυχία Μητρίτσα έχει διδάξει στο Μουσικό Σχολείο Καβάλας, Καρδίτσας και τα τελευταία χρόνια στο Μουσικό Σχολείο Παλλήνης .