Πέμπτη 24 Μαΐου 2018

Η «γυμνή» πόζα της Μαρώς Σεφέρη στην Ασίνη

Η «γυμνή» πόζα της Μαρώς Σεφέρη στην Ασίνη του 1938 και η αγάπη της για το Τολό

Η υπερρεαλιστική χειρονομία της Μαρώς Σεφέρη
Η επιλογή της Μαρώς Σεφέρη να δημοσιεύσει μια γυμνή φωτογραφία της τραβηγμένη τον Αύγουστο του 1938, στην Ασίνη, στον Α΄ τόμο με τίτλο:
Σεφέρης και Μαρώ. ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ (1936 -1940), που εξέδωσε η Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη Ηρακλείου, το 1989, σε φιλολογική επιμέλεια Μ. Ζ. Κοπιδάκη, λειτουργεί ως υπερρεαλιστική απελευθερωτική καλλιτεχνική χειρονομία.
Μάλιστα η φωτογραφία της Μαρώς, ανάμεσα στην επιστολή της προς τον Γιώργο Σεφέρη, σελ. 294-297, με συχνές αναφορές σε κορυφαία ποιήματά του, όπως το «Επιφάνια, 1937», ή το «Ο βασιλιάς της Ασίνης», εξακτινώνεται ως όχημα ποίησης μέσα στη ζωή του ποιητή. Είχε τη συνείδηση πως το σώμα της ως αυταξία είναι καθολικός πομπός ποιητικής έμπνευσης και ερωτικής απογείωσης. Απόσπασμα της επιστολής:
Γράμμα της Μαρώς
22 Αυγούστου (1938), Πόρος.
«Αντρα μου, Καλή σου μέρα! Εχω να γράψω πολλά γράμματα, μα δεν μπορώ, αρχίζω σε σένα και μετά θα σκεφθώ πάλι και πάλι εσένα. Είμαι ήσυχη στο κρεβάτι, θα μείνω όλη τη μέρα.
Εγώ όμως… Σκέπτομαι πως Τολό και πάλι Τολό, κι ας ήταν το στρώμα μας, από φύκια, βαλμένα εκεί στη γωνιά της κάμαρας πάνω σε κάτι ξύλινες τάβλες.
Τι σκληρό που ’ταν! Και τι ωραία που κοιμόσουν εσύ! Μα είσαι πολύ εύκολος, κι εδώ τούτες τις μέρες στο στενό σου κρεβάτι αισθανόσουν βασιλιάς. Τι περίεργο, όλο η λέξη ‘‘βασιλιάς’’ έρχεται και ξανάρχεται. Λες να ’ναι από το ‘‘Βασιλιάς της Ασίνης’’ μας;
[…] Λοιπόν, πριν κλειστούμε στα σπίτια μας για τον χειμώνα, μου χρωστάς ακόμη ένα Πόρο με πολλούς περιπάτους. Σε περιμένω. Σε τρεις μέρες θα ’μαι καλά πάλι και ξεκούραστη. Δεν έχω φέρει μαζί μου τα ποιήματά σου, γιατί δεν υπάρχουν (;), με βασανίζουν.
Άλλοτε το δικό μου το ’ξερα, τώρα τα χάνω, κομπιάζω, θέλω να πω τα ‘‘Επιφάνια’’. Ολο ψιθυρίζω: Το χιόνι και το νερό παγωμένο στα πατήματα των αλόγων. Οχι πια, αγάπη, παγωμένο, όχι. Είναι δικό μας, ολοτρόγυρά μας, το χαιρόμαστε. Ελα πάλι να πάμε πέρα στο φάρο να χαθούμε στα νερά τα ολοκάθαρα και τα ζεστά.
Αρκετά κρατήσαμε τη ζωή μας, αρκετά πονέσαμε. Φτάνει, όχι άλλο. Σταματώ. Με πήρε ο κατήφορος της φρίκης… Πάλι ξαστόχησα. Είμαι αδιόρθωτη. Τα κοχύλια περιμένουν να τα κρατήσεις μέσα στη ζεστή σου παλάμη, αλλιώς μπορεί να μαραθούν. Κι όπως είπες – ‘‘δεν έχουμε καιρό’’.
ΜΑΡΩ
Το ύφος της Μαρώς, οι λέξεις που χρησιμοποιεί στην επιστολή της προς τον Σεφέρη είναι βγαλμένα από τα ποιήματα του ποιητή. Η γυμνή φωτογραφία της δίπλα στη συγκεκριμένη επιστολή με τη λεζάντα «Η Μαρώ στην παραλία της Ασίνης, Αύγουστος του 1938», είναι ένα αυτοτελές ποίημα ή τόπος των ποιημάτων;
Γιώργος Σεφέρης, «Ο βασιλιάς της Ασίνης»
Ασίνην τε…
ΙΛΙΑΔΑ
Κοιτάξαμε όλο το πρωί γύρω-γύρω το κάστρο
αρχίζοντας από το μέρος του ίσκιου εκεί που η θάλασσα
πράσινη και χωρίς αναλαμπή, το στήθος σκοτωμένου
παγονιού
μας δέχτηκε όπως ο καιρός χωρίς κανένα χάσμα.
Οι φλέβες του βράχου κατέβαιναν από ψηλά
στριμμένα κλήματα γυμνά πολύκλωνα ζωντανεύοντας
στ’ άγγιγμα του νερού, καθώς το μάτι ακολουθώντας τις
πάλευε να ξεφύγει το κουραστικό λίκνισμα
χάνοντας δύναμη ολοένα.
Από το μέρος του ήλιου ένας μακρύς γιαλός ολάνοιχτος
και το φως τρίβοντας διαμαντικά στα μεγάλη τείχη.
Κανένα πλάσμα ζωντανό τ’ αγριοπερίστερα φευγάτα
κι ο βασιλιάς της Ασίνης που τον γυρεύουμε δυο χρόνια
τώρα
άγνωστος λησμονημένος απ’ όλους κι από τον Όμηρο
μόνο μια λέξη στην Ιλιάδα κι εκείνη αβέβαιη
ριγμένη εδώ σαν την εντάφια χρυσή προσωπίδα.
Την άγγιξες, θυμάσαι τον ήχο της; κούφιο μέσα στο φως
σαν το στεγνό πιθάρι στο σκαμμένο χώμα∙
κι ο ίδιος ήχος μες στη θάλασσα με τα κουπιά μας.
Ο βασιλιάς της Ασίνης ένα κενό κάτω απ’ την προσωπίδα
παντού μαζί μας παντού μαζί μας, κάτω από ένα όνομα:
«Ασίνην τε… Ασίνην τε…»
και τα παιδιά του αγάλματα
κι οι πόθοι του φτερουγίσματα πουλιών κι ο αγέρας
στα διαστήματα των στοχασμών του και τα καράβια του
αραγμένα σ’ άφαντο λιμάνι∙
κάτω απ’ την προσωπίδα ένα κενό.
Πίσω από τα μεγάλα μάτια τα καμπύλα χείλια τους βο-
στρύχους
ανάγλυφα στο μαλαματένιο σκέπασμα της ύπαρξής μας
ένα σημείο σκοτεινό που ταξιδεύει σαν το ψάρι
μέσα στην αυγινή γαλήνη του πελάγου και το βλέπεις:
ένα κενό παντού μαζί μας.
Και το πουλί που πέταξε τον άλλο χειμώνα
με σπασμένη φτερούγα
σκήνωμα ζωής,
κι η νέα γυναίκα που έφυγε να παίξει
με τα σκυλόδοντα του καλοκαιριού
κι η ψυχή που γύρεψε τσιρίζοντας τον κάτω κόσμο
κι ο τόπος σαν το μεγάλο πλατανόφυλλο που παρασέρνει
ο χείμαρρος του ήλιου
με τ’ αρχαία μνημεία και τη σύγχρονη θλίψη.
Κι ο ποιητής αργοπορεί κοιτάζοντας τις πέτρες κι ανα-
ρωτιέται
υπάρχουν άραγε
ανάμεσα στις χαλασμένες τούτες γραμμές τις ακμές τις
αιχμές τα κοίλα και τις καμπύλες
υπάρχουν άραγε
εδώ που συναντιέται το πέρασμα της βροχής του αγέρα
και της φθοράς
υπάρχουν η κίνηση του προσώπου το σχήμα της στοργής
εκείνων που λιγόστεψαν τόσο παράξενα μες στη ζωή μας
αυτών που απόμειναν σκιές κυμάτων και στοχασμοί με
την απεραντοσύνη του πελάγου
ή μήπως όχι δεν απομένει τίποτε παρά μόνο το βάρος
η νοσταλγία του βάρους μιας ύπαρξης ζωντανής
εκεί που μένουμε τώρα ανυπόστατοι λυγίζοντας
σαν τα κλωνάρια της φριχτής ιτιάς σωριασμένα μέσα στη
διάρκεια της απελπισίας
ενώ το ρέμα κίτρινο κατεβάζει αργά βούρλα ξεριζωμένα
μες στο βούρκο
εικόνα μορφής που μαρμάρωσε με την απόφαση μιας πί-
κρας παντοτινής.
Ο ποιητής ένα κενό.
Ασπιδοφόρος ο ήλιος ανέβαινε πολεμώντας
κι από το βάθος της σπηλιάς μια νυχτερίδα ταραγμένη
χτύπησε πάνω στο φως σαν τη σαΐτα πάνω στο σκουτάρι:
«Ασίνην τε Ασίνην τε…». Να ‘ταν αυτή ο βασιλιάς της
Ασίνης
που τον γυρεύουμε τόσο προσεκτικά σε τούτη την ακρό-
πολη
γγίζοντας κάποτε με τα δάχτυλά μας την αφή του πάνω
στις πέτρες.
Ασίνη, καλοκαίρι ’38 – Αθήνα, Γεν. ’40