Πριν από λίγες ημέρες κοινοποίησα φωτογραφίες από περίπατο στην Ακρο
ναυπλία και έμεινα έκπληκτος από το ενδιαφέρον που δημιουργήθηκε για τη φωτογραφία ενός από τα βενετικά λιοντάρια. Μια και χρόνος υπάρχει αυτό το διάστημα, το έψαξα λίγο περισσότερο και ανεβάζω ένα άρθρο για τα λιοντάρια του Ευαγγελιστή Μάρκου και την πόλη του Ναυπλίου. Η Αργολίδα έχει μία μακραίωνη σχέση με τα λιοντάρια, ως σύμβολο δύναμης και εξουσίας. Το πιο διάσημο μνημείο είναι αναμφισβήτητα η Πύλη των λεόντων στις Μυκήνες. Στο Ναύπλιο όμως υπάρχουν και άλλα λιοντάρια, εξίσου εντυπωσιακά: το λιοντάρι των Βαυαρών, στη συνοικία Πρόνοια, ένα από τα πιο εντυπωσιακά μνημεία του19ου αιώνα στην Ελλάδα, το οποίο σμιλεύθηκε προς τιμή των Βαυαρών στρατιωτών που πέθαναν από επιδημία τύφου το 1833-34, ενώ υπηρετούσαν στη φρουρά του πρώτου βασιλιά της Ελλάδας Όθωνα και τα λιοντάρια των Βενετών, με τα οποία θα ασχοληθεί το παρόν άρθρο.
Πώς όμως βρέθηκαν βενετικά λιοντάρια στο Ναύπλιο; Μετά την πρώτη κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204, όταν οι σταυροφόροι της 4ης σταυροφορίας κατέλαβαν την Κωνσταντινούπολη, οι ηγέτες τους μοιράστηκαν τα εδάφη της αυτοκρατορίας, ανάμεσα σε αυτά και την Πελοπόννησο. Ύστερα από μακρά πολιορκία η φρουρά του Ναυπλίου παρέδωσε την πόλη με συμφωνία. Έτσι ξεκίνησε η περίοδος της φράγκικης (όρος που περιγράφει όλους τους δυτικούς Ευρωπαίους) κυριαρχίας, όταν οικογένειες ευγενών γαλλικής καταγωγής κυβερνούσαν την πόλη. Το 1388 όμως η πόλη πωλήθηκε στους Βενετούς, οι οποίοι την χρειάζονταν ως λιμάνι και σημαντικό κόμβο για τα εμπορικά τους δίκτυα προς την Κωνσταντινούπολη και τη Μαύρη θάλασσα.
Η πρώτη βενετική περίοδος (1388-1540) είναι η εποχή που ιδρύεται η κάτω (σημερινή παλιά) πόλη του Ναυπλίου, το οποίο σταδιακά από τις αρχές του 15ου αιώνα ξεφεύγει από τα στενά όρια της Ακροναυπλίας, στην οποία ήταν περιορισμένο έως τότε,. Η ίδρυση της κάτω πόλης αντικατοπτρίζει την αυξανόμενη οικονομική και γεωστρατηγική σημασία της πόλης, αλλά και το γεγονός ότι πληθυσμοί από την ευρύτερη Αργολίδα και υπόλοιπη Πελοπόννησο συρρέουν στην πόλη για να βρουν ασφάλεια από τις επιδρομές του στρατού της νέας υπερδύναμης, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Ιδιαίτερα μετά το 1453, όταν το ένα από τα πιο σημαντικά αναχώματα στην εξάπλωση των Οθωμανών, η Κωνσταντινούπολη, κατακτιέται οι σχέσεις Βενετίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επιδεινώνονται συνεχώς. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ξεσπά το 1463 ο πρώτος βενετοτουρκικός πόλεμος, ο οποίος λήγει με ήττα της Βενετίας. Ανάμεσα στις απώλειες είναι η πόλεις του Άργους και της Χαλκίδας. Το γεγονός ότι οι Οθωμανοί είναι πλέον πολύ κοντά στο Ναύπλιο και ότι πλέον οι Βενετοί έχουν απωλέσει το πιο σημαντικό τους λιμάνι στην ανατολική Ελλάδα, τη Χαλκίδα, ενισχύει κατά πολύ τη σημασία του Ναυπλίου από το 1470 ξεκινά ένα νέο οικοδομικό πρόγραμμα, ενίσχυσης των οχυρώσεων και κατασκευής νέων, τόσο στη κάτω πόλη, όσο και στην Ακροναυπλία. Πιο συγκεκριμένα στην Ακροναυπλία δημιουργείται μία νέα γραμμή άμυνας, η τραβέρσα Gambelo, ενισχύονται τα ανατολικά τείχη, χτίζεται ένα νέο κάστρο στα ανατολικά των τειχών της Ακροναυπλίας, το κάστρο των Τόρων και κατασκευάζεται η πύλη των Τόρων, που συνδέει την Ακροναυπλία με την κάτω πόλη. Την ίδια περίοδο χτίζεται και το φρούριο, που πλέον ονομάζουμε Μπούρτζι, στη μικρή νησίδα που προστατεύει την είσοδο στο λιμάνι της πόλης.
Μετά την ενδιάμεση πρώτη Οθωμανική περίοδο οι Βενετοί κατακτούν ξανά το Ναύπλιο, υπό την ηγεσία του Morosini, διαβόητου στην Ελλάδα γιατί στη συνέχεια τα στρατεύματά του στην προσπάθειά τους να καταλάβουν την Αθήνα, βομβαρδίζουν την Ακρόπολη και καταστρέφουν τον Παρθενώνα, ο οποίος στεκόταν σχεδόν άθικτος έως τότε.
Κατά τη σύντομη αλλά πολύ σημαντική δεύτερη βενετική περίοδο (1686-1715) οι Βενετοί χτίζουν το φρούριο Παλαμήδη, αριστούργημα της οχυρωματικής τέχνης της εποχής του, τον προμαχώνα Grimani, για να ενισχύσουν την άμυνα της Πύλης της ξηράς, κύριας εισόδου στην οχυρωμένη κάτω πόλη και σημαντικά κτίρια της παλιάς πόλης του Ναυπλίου, όπως το σημερινό αρχαιολογικό μουσείο, που χτίστηκε ως αποθήκη του βενετικού ναυτικού.
Η αναφορά στις οχυρώσεις και τα κτίρια γίνεται όχι γιατί σκοπός του άρθρου είναι να δημιουργηθεί ένας πλήρης κατάλογος τους, αλλά γιατί διακοσμήθηκαν με το σύμβολο της βενετικής κυριαρχίας, το λιοντάρι της Βενετίας ή λιοντάρι του Αγίου Μάρκου. Ποια όμως είναι η σχέση της Βενετίας με τον Ευαγγελιστή Μάρκο και ποια η σχέση του Μάρκου με τα λιοντάρια;
Όταν ιδρύθηκε η πόλη της Βενετίας τον 5ο αιώνα μ.Χ. από πρόσφυγες που έψαχναν για ασφάλεια από τις βαρβαρικές επιδρομές, πιθανότατα κανένας δεν μπορούσε να φανταστεί τους αιώνες της ακμής που θα ακολουθούσαν. Η πόλη βρισκόταν κάτω από την επικυριαρχία της Ανατολικής Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας και προστάτης άγιος της ήταν ο Άγιος Θεόδωρος. Τον 9ο αιώνα όμως η οικονομική και εμπορική ισχύς της είχε αυξηθεί σημαντικά. Ήταν τότε που δύο Βενετοί στην επιστροφή τους από την Αλεξάνδρεια έφεραν στη Βενετία τα λείψανα του Ευαγγελιστή Μάρκου καλυμμένα κάτω από ένα στρώμα χοιρινού κρέατος, για να μην ελεγχθεί από τους μουσουλμάνους εκτελωνιστές….
Ο ευαγγελιστής Μάρκος εκθρόνισε τον Άγιο Θεόδωρο ως πολιούχος άγιος της Βενετίας - ένας ευαγγελιστής άλλωστε ήταν πολύ πιο σημαντικός από έναν άγιο που ποτέ δεν ήταν πολύ δημοφιλής στη Δύση. Η κίνηση αυτή σηματοδότησε τον τερματισμό της βυζαντινής επικυριαρχίας και το ξεκίνημα της αυτόνομης ύπαρξης της πολιτείας της Βενετίας, η οποία επιπρόσθετα έγινε ένας πολύ σημαντικός σταθμός στο ταξίδι των προσκυνητών προς την Ανατολή. Η αλλαγή αυτή στηρίχθηκε και σε ένα μεσαιωνικό μύθο: κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του προς τη Ρώμη και καθώς περνούσε από τα νησάκια της λιμνοθάλασσας της Βενετίας ο Μάρκος είδε σε όραμα έναν άγγελο, ο οποίος προφήτεψε ότι αυτό θα ήταν το μέρος που θα αναπαυόταν: «pax tibi Marce evangelista meus” – ειρήνη (ανάπαυση) για σένα Μάρκε – ευαγγελιστή μου. Άρα η μεταφορά των λειψάνων από την Αλεξάνδρεια στην Βενετία απλώς πραγματοποιούσε την υπόσχεση του Θεού προς τον Μάρκο. Στη συνέχεια οι Βενετοί έκτισαν τη Βασιλική του Αγίου Μάρκου, στην οποία τοποθετήθηκαν τα λείψανα του ευαγγελιστή. Τα λείψανα δεν είναι αυτά που εκτίθενται σήμερα, αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία…
Για το συμβολισμό του Μάρκου ως λιοντάρι υπάρχουν διάφορες εκδοχές – στο ευαγγέλιο του περιέγραψε τον ηγεμονικό χαρακτήρα του Χριστού που συμβολίζεται με το λιοντάρι που υπερέχει των άλλων ζώων ή ότι η φωνή του όταν κήρυττε το λόγο του θεού ήταν σαν βρυχηθμός λιονταριού. Μέσω λοιπόν αυτού των συμβολισμού η Βενετία και στη συνέχεια οι βενετικές κτήσεις άρχισαν να κοσμούνται με το λιοντάρι του Μάρκου, σύμβολο πλέον και της βενετικής κυριαρχίας και δύναμης. Στα μπροστινά πόδια του λιονταριού μάλιστα τοποθετήθηκε βιβλίο -συνήθως ανοιχτό – στο οποίο χαράσσονταν η υπόσχεση του αγγέλου προς το Μάρκο – «pax tibi Marce evangelista meus- το βιβλίο του λιονταριού λοιπόν που αναφέρεται παντού ως το Ευαγγέλιο δεν αναγράφει φράση από το Ευαγγέλιο αλλά από τη μεσαιωνική ιστορία που συνέδεσε το Μάρκο με τη Βενετία.
Όπως οι υπόλοιπες βενετικές κτήσεις, έτσι και το Ναύπλιο κοσμήθηκε με το σύμβολο της βενετικής δύναμης – το λιοντάρι του Ευαγγελιστή Μάρκου. Από άποψη στυλ είναι, πιστεύω, πολύ ενδιαφέρον να διακρίνουμε την πρώτη από τη δεύτερη βενετική περίοδο από το λιοντάρι συνολικά και από τη χαίτη του ειδικότερα. Το λιοντάρι της πρώτης βενετικής περιόδου είναι πολύ πιο απλό, θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε και ως γατολιοντάρι ή γατόπαρδο και τα μαλλιά του είναι χτενισμένα προς τα πίσω σχεδόν σαν να έχει χρησιμοποιήσει gel μαλλιών. Το λιοντάρι της δεύτερης βενετικής περιόδου είναι πολύ πιο πλούσια διακοσμημένο και έχει κατσαρές μπούκλες, μοιάζοντας με λίγη φαντασία με ευγενή της εποχής του baroque.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η αντίθεση ανοιχτό βιβλίο (που είναι και η συνηθέστερη περίπτωση) – κλειστό βιβλίο. Η ανάλυση που μπορούμε να διαβάσουμε σχεδόν παντού συνδέει το ανοιχτό βιβλίο με περιόδους ειρήνης ή το γεγονός ότι η πόλη που κοσμεί το λιοντάρι εντάχθηκε ειρηνικά στην βενετική επικράτεια και το κλειστό βιβλίο με περίοδο πολέμου ή το γεγονός ότι η πόλη κατακτήθηκε βίαια. Η ανάλυση αυτή όμως δεν επιβεβαιώνεται παντού. Στο ίδιο το Ναύπλιο υπάρχουν 3 λιοντάρια, κατασκευασμένα την πρώτη βενετική περίοδο και τη δεκαετία 1470-1480, από τα οποία τα δύο έχουν κλειστό το βιβλίο και ένα ανοιχτό. Σε σχέση τώρα με τη βασική θεωρία το Ναύπλιο εντάχθηκε ειρηνικά στη βενετική επικράτεια, αλλά το επίμαχο διάστημα η Βενετία ήταν σε πόλεμο με την Οθωμανική αυτοκρατορία… Τα λιοντάρια της δεύτερης βενετικής περιόδου έχουν ανοιχτό το βιβλίο, εκτός από ένα που δεν έχει βιβλίο, αλλά οικόσημο. Σε σχέση με το ιστορικό τους πλαίσιο είναι κατασκευασμένα σε περίοδο ειρήνης ανάμεσα στην Βενετία και την Οθωμανική αυτοκρατορία στις αρχές του 18ου αιώνα αλλά από την άλλη πλευρά το Ναύπλιο ενσωματώθηκε βίαια και όχι ειρηνικά στη βενετική επικράτεια. Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε λοιπόν ότι η βασική θεωρία έχει μία δόση αλήθειας, αλλά υπάρχουν και πολλές εξαιρέσεις ανάλογα με την εποχή, τις τοπικές συνθήκες και τον καλλιτέχνη που λάξευσε το λιοντάρι. Επίσης η θεωρία έχει τόσο διευρυνθεί υπερβολικά, εστιάζοντας άλλοτε στον τρόπο ενσωμάτωσης της κάθε πόλης στη βενετική επικράτεια και άλλοτε στις γενικότερες, ειρηνικές ή πολεμικές, συνθήκες της εκάστοτε περιόδου που δεν είναι δύσκολο στον οποιαδήποτε σχολιαστή να δώσει την ερμηνεία που τον εξυπηρετεί, ανάλογα με τη θεωρία που πιστεύει. Δυστυχώς η Βενετία δεν κωδικοποίησε ποτέ η ίδια το συμβολισμό των λιονταριών.
Τέλος ενδιαφέροντα στοιχεία στα λιοντάρια είναι η ύπαρξη ξίφους και φωτοστέφανου. Ως προς το ξίφος δεν υπάρχουν τέτοια λιοντάρια στο Ναύπλιο, ενώ μικρές οπές στα μαλλιά των λιονταριών αποδεικνύουν την ύπαρξη φωτοστέφανων σε κάποια από αυτά.
Σήμερα τα βενετικά λιοντάρια κοσμούν διακριτικά την πόλη του Ναυπλίου, μας επιτρέπουν να αναπολούμε τις ταραχώδεις αλλά και τόσο ενδιαφέροντες ιστορικές περιόδους του ύστερου μεσαίωνα, της αναγέννησης και του μπαρόκ, αλλά και δίνουν την ευκαιρία για ευχάριστους περίπατους που μπορούν να πάρουν και τη μορφή κυνηγιού θησαυρού στην παλιά πόλη, το Παλαμήδη και ιδανικά για εμένα στην Ακροναυπλία.