Τη γη τους και τους καπνούς της σαν αντίκρυσαν
ύπνος γλυκύς εσκέπασε τα μάτια του Δυσσέα.*
Μονάχος του στο πηδάλι
να φτάσουν γρήγορα, κι είχ' αποκάμει.
Σύντομα πια θ' αράζανε στου νόστου το λιμάνι.
Δυο χρόνια σε γνώριμα κι άγνωρα πέλαγα,
στους Κίκονες, τους Λωτοφάους, τον Κύκλωπα,
δέκα στην Τροία πολύπαθα
και νά τοι επιτέλους πίσω στην Ιθάκη
αυτοί
με τα χέρι' αλίμονο κενά, *
Αυτός
με τα κειμήλια της λείας απ' την Τροία* πολλά
και τούτον τον ασκό, το δώρο του Αιόλου,
γεμάτον καθώς φαίνεται ασήμι και χρυσό.
Σφιχτοδεμένον κι έχει τον γαϊτάνι αργυρό!
Τί άδικο!
Τον ίδιο δρόμο μαζί δεν εδιαβήκανε; *
Στα γρήγορα να δουν τουλάχιστον, πρι' να ξυπνήσει,
πόσο τ' ασήμι του και πόσος ο χρυσός.*
...
Αδέσποτες πια των ανέμων οι θύελες
σαρώσαν περιέργιες, ζήλιες
και τους αφάνισαν μακρυά 'π' το πατρικό νησί
στης ύβρης και του χαμού τις ουτοπίες.
ύπνος γλυκύς εσκέπασε τα μάτια του Δυσσέα.*
Μονάχος του στο πηδάλι
να φτάσουν γρήγορα, κι είχ' αποκάμει.
Σύντομα πια θ' αράζανε στου νόστου το λιμάνι.
Δυο χρόνια σε γνώριμα κι άγνωρα πέλαγα,
στους Κίκονες, τους Λωτοφάους, τον Κύκλωπα,
δέκα στην Τροία πολύπαθα
και νά τοι επιτέλους πίσω στην Ιθάκη
αυτοί
με τα χέρι' αλίμονο κενά, *
Αυτός
με τα κειμήλια της λείας απ' την Τροία* πολλά
και τούτον τον ασκό, το δώρο του Αιόλου,
γεμάτον καθώς φαίνεται ασήμι και χρυσό.
Σφιχτοδεμένον κι έχει τον γαϊτάνι αργυρό!
Τί άδικο!
Τον ίδιο δρόμο μαζί δεν εδιαβήκανε; *
Στα γρήγορα να δουν τουλάχιστον, πρι' να ξυπνήσει,
πόσο τ' ασήμι του και πόσος ο χρυσός.*
...
Αδέσποτες πια των ανέμων οι θύελες
σαρώσαν περιέργιες, ζήλιες
και τους αφάνισαν μακρυά 'π' το πατρικό νησί
στης ύβρης και του χαμού τις ουτοπίες.