Η Εταιρεία Συγγραφέων, συμμετέχοντας στο πένθος της απώλειας τόσων ανθρώπων, που έχασαν τη ζωή τους από τη φωτιά ή στη θάλασσα, θυμίζει ένα ποίημα του Γιάννη Ρίτσου (Σχήμα της απουσίας, ΙΙ, 1958):
Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί –
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας δεν είναι πια απ’ τη στέρηση
μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας δεν είναι πια απ’ τη στέρηση
μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.