Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Ναύπλιο - H επανάσταση του ’21 σε μπλουζάκια – Φωτογραφίες

 
Απολαύστε μια συλλογή T-Shirts από το κατάστημα ‘The Cottons-History Reprints Itself’ στο παλιό Ναύπλιο, αφιερωμένη στην επανάσταση του 1821
Τhe Cottons, History Reprints Itself
Βελλίνη 3Β, παλιό Ναύπλιο
Ψηφιακή εκτύπωση σε μπλουζάκια, φούτερ, ζακέτες και τσάν
τες σε όλα τα μεγέθη, σε πολλά χρώματα.
  • Δωρεάν αποστολή για αγορές άνω των 50€
  • Τηλεφωνικές παραγγελίες: ☎ 2752024543 -📱6976006418
«Οι Τούρκοι δεν ήσαν οι χειρότεροι. Ο ελληνικός λαός δε θάκανε την επανάσταση για ν’ αποκαταστήσει και πολιτικά τους κοτσαμπάσηδες.Οι λέγοντες ότι η Επανάσταση ήταν μόνον Εθνική, ή είναι αδιάβαστοι, ή δε μας λένε την αλήθεια. Σκοτώνοντας τους Τούρκους ήξερε ότι σκοτώνει το σύμμαχο των κοτσαμπάσηδων. Χωρίς τον αφανισμό πρώτα αυτουνού, δεν μπόραε να ξεπάτωνε τους άλλους.Το ότι σ’ αυτόν η Επανάσταση γελάστηκε, δεν πάει να πει ότι τους εφείσθη. Θα τους πέρναε εν στόματι μαχαίρας. Το ότι νόμισε ότι για τούτο είχε καιρό, αυτό της έφαγε … Η Επανάσταση απότυχε…». Γιάννης Σκαρίμπας.
History reprints ”TEO GUERILLA”
Όταν σκοτώθηκε (με προδοσία) ο πρωτοκαπετάνιος των κλεφτών Ζαχαριάς, ο καπετάν – Θοδωράκης προσπάθησε να πείσει τους συντρόφους του πως ο αγώνας τελείωσε, πως τους περιμένει βέβαιο τέλος – και πρέπει να φύγουν από το Μωριά, για να σωθούν. Εκείνοι όμως δεν τον άκουσαν. (Τα αποσπάσματα που ακολουθούν είναι από κείμενο του Σπύρου Μελά)
Είχε το σώμα εκατόν είκοσι άντρες. Πήραν το δρόμο για την Τσακωνιά. Περνώντας τα Βέρβαινα, γύρεψαν από τους προεστούς ψωμί.
– Μονάχα μπαρούτι και βόλια έχομε για σας, τους αποκρίθηκαν σκληρά.
Μπήκαν τότε στο χωριό: Μαχαίρι, τσεκούρι και φωτιά.
Ούτε να φάνε δεν τους άφηναν. Άρπαζαν το ψωμί, τότρωγαν στο πόδι. Ντουφέκι όλη την ημέρα. Και το βράδυ πορεία. Είχανε μείνει εκατό. Απόκαμαν σαράντα, ξέκοψαν, σκορπίσαν, απόμειναν εξήντα, οι πιο γεροί.
Τράβηξαν τα μπουλούκια, το καθένα για λογαριασμό του, για τη μαρτυρική ζωή του πολέμου, της πείνας, της αγρύπνιας και της νυχτοπορείας. Είχαν αρχίσει να σουρώνουν, τα ήπατα τους κόπηκαν. Απόμειναν πίσω να γλιτώσουν. Τους βρήκαν, τους σκότωσαν. Οι δεκαεφτά δεν ήξεραν πια τι τόπους περπατούσαν. Κανένας δεν τους έδινε μαντάτα για τους Τούρκους. Λημέριαζαν ανάμεσα στις παγάνες.
Περνάνε στο Ανεμοδούρι: Μονάχα οι γυναίκες στο χωριό’ οι άντρες στα διάσελα, φυλάνε με τους Τούρκους. Τα σκυλιά γαυγίζουν. Οι Τούρκοι φτάνουν. Ο κίντυνος μεγάλος.
– Εδώ, γυναίκες και παιδιά, κοντά μου, βροντάει αγριεμένος ο Κολοκοτρώνης: Θα σας αφήσω μονάχα όταν βρούμε ανοιχτό δρόμο.
Κλάμα πνιγμένο, κακό. Παίρνει τα γυναικόπαιδα ομήρους.
Τα μαλλιά, τα γένια τους άκουρα, δάση ολάκερα, τα ρούχα τους λερά, ολόμαυρα, τα μούτρα τους σα θειαφοκέρια σβησμένα, μοιάζουν βρικολάκους που βγήκαν απ’ τα μνημούρια. Φτάνουν σε μια στάνη.
– Για το Θεό! τους λέει ο ψυχογιός: Μακριά! Είναι γεμάτη Τούρκους!
Ο Γιάννης Κολοκοτρώνης, ο φοβερός Ζορμπάς, δε βρήκε το φίλο του στο χωριό, πήγε στους Αιμυαλούς, στο μοναστήρι, ένας καλόγερος τούδωσε φαΐ και ύστερα τον πρόδωσε.
Ο Κολοκοτρώνης απόμεινε με τέσσερους.
Ο Γιωργάκης όμως είχε φέρει από τους Τούρκους και μια προσταγή (…) Αν σκοτώσουν τον Κολοκοτρώνη να μην πληρώνουν φόρους χρόνια’ αν δεν τον σκοτώσουν όμως, θα τους περάσουν όλους από το σπαθί, από εφτά χρονών και πάνω. Ο Κολοκοτρώνης, για να μην τους βάλει σε πειρασμό και κίντυνα μεγάλα, έφυγε στη στιγμή.
Ήταν τσακισμένοι, ξεθεωμένοι. Σφάξανε, ψήσανε αρνί. Απάνω στις πρώτες μπουκιές, να οι Τούρκοι. Προδομένοι και πάλι. Μάζεψαν το κρέας και δρόμο.
Γενάρης μήνας. Το κρύο φοβερό τις νύχτες. Και δε μπορούν ν’ ανάψουν φωτιά. Συμμαζεύονται μούτρο με μούτρο, να ζεσταίνουνται με τα χνώτα τους.
Ο Κολοκοτρώνης είχε μονάχα δυο Ρουμελιώτες. Πήγαν στου Δουράκη. Ο συμπέθερος τους δέχτηκε πολύ πρόθυμα. Τους έκρυψε στον πύργο του.
Ο συμπέθερος, άμα είδε τα γρόσια, τα μάτια του κάνανε πουλιά.: «Οι Μανιάτες – λέει ο Κολοκοτρώνης- τα λησμονούν όλα για τα γρόσια»
Και τους πρόδωσε κι αυτός…