Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Κριτική για την ταινία Καζαντζάκης


Ο Γιάννης Σμαραγδής θέλει να ασχοληθεί με πολλές μεγάλες προσωπικότητες και έτσι μετά τις ταινίες «Καβάφης» και «El Greco» έχουμε την ταινία «Καζαντζάκης». Τι εντυπώσεις αφήνει;
Το σενάριο της ταινίας βασίζεται στην αυτοβιογραφία του μεγάλου Έλληνα και οικουμενικού συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη, ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΓΚΡΕΚΟ. Είναι μια πολυκύμαντη αναζήτηση του συγγραφέα, μέσα από όνειρα και ταξίδια σε τόπους που αγάπησε, διεκδικώντας να κατανοήσει βιωματικά τον Χριστό, τον Βούδα, τον Λένιν, για να καταλήξει, μέσω του Οδυσσέα του, στην «Κρητική Ματιά» η οποία τον οδήγησε στην κατάργηση του φόβου του θανάτου και στην κατάκτηση μιας ανώτερης ελευθερίας.
Πρόκειται για μια ιστορία αγάπης, πίστης και δύναμης ενός συγγραφέα που μπόρεσε να ξεπεράσει τις αντιξοότητες και τη βαρβαρότητα της εποχής του και να μείνει το έργο του αιώνιο.
Μετά το συμπαθητικό El Greco και το απογοητευτικό «Ο Θεός Αγαπάει Το Χαβιάρι», ο Γιάννης Σμαραγδής υπογράφει μια ακόμα φιλόδοξη και μεγάλη παραγωγή που έχει να κάνει αυτή τη φορά με τον Νίκο Καζαντζάκη.
Το αποτέλεσμα δυστυχώς όμως δεν είναι σε καμία περίπτωση αυτό που περιμένουμε και θυμίζει περισσότερο επεισόδιο Τούρκικης σειράς ή Ελληνικής σαπουνόπερας, παρά μια βιογραφική ταινία η οποία αρμόζει σε τέτοια προσωπικότητα.
Τα προβλήματα στο «Καζαντζάκης» είναι πάρα πολλά. Aπό το καθόλου δουλεμένο σενάριο μέχρι και την σκηνοθεσία η οποία στερεί σε έμπνευση και συνδυασμό, ενώ με εξαίρεση των πολύ καλό Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο (και μερικές μικρές εμφανίσεις) ξύλινες ερμηνείες.
O  Γιάννης Σμαραγδής μας υπενθυμίζει ανα τακτά διαστήματα σπουδαίες προσωπικότητες της χώρας μας. Η αρχή έγινε με τον Καβάφη (1996), για να συνεχίσει με τον El Greco (2007), και στο μεσοδιάστημα έκανε κάποια λιγότερο δημοφιλή short ντοκιμαντέρ και τηλεοπτικές ταινίες για το Μεγαλέξανδρο, τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Καζαντζάκη.
Μετά το «Ο Θεός Αγαπάει Το Χαβιάρι», δυστυχώς έχουμε μια… συνέχεια σε μια παραγωγή που μπορεί να είναι δαπανηρή, ωστόσο από ένα σημείο και μετά χάνει την μπάλα και είναι αλλοπρόσαλλη, χωρίς ρυθμό και κάτι να δώσει, με αποτέλεσμα να τραβήξει την ιστορία από τα μαλλιά.
Δυστυχώς δεν ταυτίζεται κανείς με τον κεντρικό χαρακτήρα και κυρίως με την εξαιρετική προσπάθεια του Παπασπηλιόπουλου (ότι καλύτερο έχει να δείξει η ταινία), αλλά με το βιαστικό εγχείρημα και την επιδερμική προσέγγιση πολλών σπουδαίων στιγμών της ζωής του Καζαντζάκη.
Ο Παπασπηλιόπουλος το παλεύει όσο μπορεί και σε μερικές σκηνές τον παίρνει και εκείνον η μπάλα λόγω του κακού συνόλου, αλλά σε μερικές σκηνές ένα από τα απειροελάχιστα καλά στοιχεία της ταινίας (έχει και αυτός τις πολύ κακές στιγμές του).
Η ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος θέλει να παρουσιάσει κάποια πράγματα, αλλά καταφέρνει στην ουσία να μην πεί απολύτως τίποτα και να χάσει τον προσανατολισμό της, απλά περνώντας βιαστικά μερικά σημαντικά θέματα που μπορούσε να αναπτύξει.
Συν τοις άλλοις στερείται από συναίσθημα και ψυχή εκεί που χρειάζεται, μιας και η παραγωγή ναι μεν έχει «ρίξει χρήμα», ωστόσο φαίνεται κάπως το γεγονός ότι δεν έχουν αξιοποιηθεί πολλά από εκείνα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν μια πραγματικά μεγάλη ταινία.
Κρίμα γιατί πρόκειται για μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία και η ταινία καταλήγει να γίνει μια προσπάθεια που δεν κάνει ούτε τα βασικά, καθότι θές πολλά περισσότερα στοιχεία, για να πετύχεις μια καλή ταινία που θα μείνει στο μυαλό του κόσμου.
Υπάρχουν πολλά κομμάτια που δεν βγάζουν νόημα και κάποια μεγάλα κενά (τα οποία δεν αποκαλύπτουμε για ευνόητους-spoiler-λόγους) και τα μόνα πράγματα που μένει είναι η μεγάλη προσπάθεια του εξαιρετικού ηθοποιού Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου και ο τελευταίος ρόλος του Στάθη Ψάλτη.