Οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» έρχονται αυτές τις μέρες στο Θέατρο Τέχνης της οδού Φρυνίχου με την «Αριάγνη» -το δεύτερο βιβλίο της εμβληματικής τριλογίας του Στρατή Τσίρκα-, σε σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη. Έχει προηγηθεί η «Λέσχη» σε σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου και θα ακολουθήσει μέσα στο 2018 η «Νυχτερίδα» που θα σκηνοθετήσει ο Άρης Τρουπάκης.
Με τους ίδιους δέκα εκλεκτούς ηθοποιούς αλλά από τρεις διαφ
ορετικούς σκηνοθέτες, κάθε παράσταση διατηρεί την αυτοτέλεια της.
Η ίδια η θεατρική παραγωγή του μυθιστορήματος είναι μια θαρραλέα απόφαση του Εθνικού Θεάτρου σε συνεργασία με το Θέατρο Τέχνης. Οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» είναι ένα μυθιστόρημα ποταμός, από τα ορόσημα της μεταπολεμικής ελληνικής λογοτεχνίας, μια «πολιτισμική κιβωτός» όπως το έχουν χαρακτηρίσει. Πολυπρόσωπο και λαβυρινθώδες μιλά για πολυεθνικές κοινωνίες του παρελθόντος, οι ήρωες του παρασύρονται από τις «τύχες του πολέμου», την προσφυγική διασπορά και τον αντιφασιστικό αγώνα.
Ιερουσαλήμ, Κάιρο, Αλεξάνδρεια είναι αντίστοιχα οι τρεις πόλεις γύρω από τις οποίες εκτυλίσονται οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες».
Η «Αριάγνη» διαδραματίζεται στο Κάιρο το 1943, όπου η σύγκρουση του κεντρικού ήρωα και alter ego του Τσίρκα, Μάνου Σιμωνίδη, με τον ίδιο του τον εαυτό, όπως και το δίλημμα πολιτική δράση ή καλλιτεχνική έκφραση συνυπάρχουν με μία σειρά άλλων συγκρούσεων: με τον κυνισμό της ελληνικής αστικής τάξης και των Άγγλων συμμάχων, με τη σταλινική νοοτροπία του κομματικού μηχανισμού, με τη σαρκικότητα του έρωτα και, τέλος, με το ανοιχτό πνεύμα της Αριάγνης, του προσώπου στο οποίο ο Τσίρκας εμπιστεύεται τον μίτο για την τελική έξοδο από τον λαβύρινθο όπου ο Μάνος Σιμωνίδης είναι εγκλωβισμένος. Ο Σιμωνίδης, τραυματισμένος από την αρχή του έργου μετά από αεροπορικό βομβαρδισμό, βιώνει και σωματικά τις παραπάνω συγκρούσεις μένοντας μετέωρος ανάμεσα στην ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα, τον εφιάλτη και το βίωμα.
Στη συνέντευξη που ακολουθεί, ο Γιάννης Λεοντάρης μιλά στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο και στη Νατάσσα Δομνάκη για το δύσκολο θεατρικό εγχείρημα, την απήχηση του εμβληματικού μυθιστορήματος στην εποχή μας, τον τρόπο που ανέβασε την «Αριάγνη» στη σκηνή:
Ερ. Οι «Ακυβέρνητες Πολιτείες» είναι ένα πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα, στην εποχή του ξεσήκωσε κομματικές αντιδράσεις, αλλά και που διαβάστηκε διαχρονικά από πολλές γενιές. Εσείς πότε το πρωτοσυναντήσατε;
Απ. Τη δεκαετία του 80, όταν ήμουν πρωτοετής φοιτητής. Στην πρώτη ανάγνωση πρέπει να σας πω ότι στάθηκα μόνο στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, δεν μπορούσα να αναγνωρίσω τις υπόλοιπες αρετές του μυθιστορήματος, πράγμα που μου συνέβη αργότερα, σε ηλικία 30 ετών, όταν το διάβασα δεύτερη φορά και είδα όλη την υπαρξιακή αγωνία του συγγραφέα. Κι ήταν πολύ μεγάλη χαρά και τιμή όταν μου έγινε η πρόταση να προσεγγίσω το κείμενο σκηνοθετικά.
Ερ. Τώρα, ξαναδιαβάζοντας το μετά τόσα χρόνια με αφορμή την παράσταση, τι κατά την γνώμη σας παραμένει το πιο ζωντανό στο βιβλίο;
Απ. Είναι τα διλλήματα που θέτει ο Τσίρκας. Γιατί η έννοια του διλλήματος, είτε υπάρχουν περίοδοι ιδεολογικής πόλωσης είτε όχι, είναι εξίσου ισχυρή στον άνθρωπο: π.χ. δράση ή τέχνη, διανοούμενος ή αγωνιστής, πίστη σ΄ έναν δίκαιο κόσμο ή συμβιβασμός σ΄ έναν κόσμο όπως είναι τώρα; Αυτά επαναφέρει ο Τσίρκας και η παράσταση.
Ερ. Πώς χειριστήκατε τη θεατρική μεταφορά του κειμένου; Από πού πιάσατε εσείς τον μίτο της «Αριάγνης»;
Απ. Μεταφέροντας ένα ογκώδες μυθιστόρημα στη σκηνή, πρώτα πρέπει να το συμπτύξεις. Αυτό συνιστά μια «προδοσία» του κειμένου. Γιατί, πρακτικά μιλώντας, κρατάς το ένα πέμπτο της έκτασης του κειμένου. Επομένως δεν είναι δυνατόν να κρατήσεις αλώβητους τους άξονες του συγγραφέα. Θα πρέπει να επινοήσεις έναν καινούργιο άξονα, θεατρικό αυτή την φορά, χωρίς, παράλληλα, να προδίδεις την ποιητική του κειμένου και το περιεχόμενο του, τις ιδέες του και τις αξίες του. Σε αυτό το εγχείρημα ήταν σημαντική η βοήθεια και το πολύτιμο βλέμμα της Χρύσας Προκοπάκη.
Ερ. Ποιος ήταν ο άξονας που επινοήσατε;
Απ. Προσέθεσα έναν ρόλο ο οποίος στο μυθιστόρημα είναι τριτεύων αλλά στην παράσταση αποκτά μεγαλύτερη διάσταση. Εκτός από τα αποσπάσματα του Τσίρκα που παρατίθενται αναλλοίωτα στην παράσταση και πέρα από τους δύο βασικούς πόλους σύγκρουσης του μυθιστορήματος, τον Μάνο Σιμωνίδη και το Ανθρωπάκι, ο ρόλος που διόγκωσα είναι ο εκπρόσωπος του πολιτικού κατεστημένου της εποχής του 1942-43 στην οποία αναφέρεται ο Τσίρκας. Εκφέρει, όμως, έναν λόγο που στα μάτια του θεατή τον κάνει αναγνωρίσιμο ως έναν εκπρόσωπο του πολιτικού και οικονομικού κατεστημένου σήμερα. Είναι ο κυνικός πολιτευτής Μερτάκης ο οποίος στο κείμενο περνά λίγο ως παρουσία, όμως όλη η πλοκή περιστρέφεται γύρω από αυτό το πρόσωπο. Αριβίστας αστός πολιτικός, ο οποίος πατάει επί πτωμάτων για να πάρει μια θέση υπουργού στην εξόριστη κυβέρνηση του Καΐρου. Κι όλες οι μηχανορραφίες που πλέκονται, εξυφαίνονται γύρω απ' αυτό το ζητούμενο. Και παρασύρουν τους ήρωες του μυθιστορήματος τού Τσίρκα σ΄ ένα αδιέξοδο. Στην παράσταση, ο Μερτάκης παίζει τον ρόλο του κονφερνασιέ που συνομιλεί με τους θεατές στο εδώ και τώρα, θέτοντας τους τα διλλήματα του Τσίρκα μ΄ έναν τρόπο αρκετά προκλητικό, που υποχρεώνει τον θεατή να πάρει τη δική του ευθύνη μπροστά σε αυτά.
Ερ. Η δική σας ανάγνωση της «Αριάγνης» ανταποκρίνεται σε σύγχρονες πολιτικές αγωνίες;
Απ. Στόχος της παράστασης δεν είναι να επιβεβαιώσουν μέσα τους οι θεατές αυτό που ήδη γνωρίζουν ή διαισθάνονται, ότι δηλαδή η μοίρα της μεταπολεμικής Ελλάδας παίχτηκε στα ζάρια, στα σαλόνια και στις κρεβατοκάμαρες, ενώ ένα μεγάλο μέρος του ενεργού πληθυσμού της χώρας πέθαινε προδομένο στα βουνά και στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Αυτά είναι γνωστά. Το ζητούμενο της παράστασης είναι η διάψευση των βεβαιοτήτων και η ταραχή για όσα τώρα μας συμβαίνουν. Το θέμα είναι με πιο τρόπο σήμερα οι σχέσεις αποικιοκρατικής υποταγής, σε μια χώρα μικρή σαν τη δική μας εξακολουθούν και υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο. Δεν μπορεί κανείς να μην αναρωτηθεί. Αλλιώς, κάνεις ένα θέατρο μουσειακό κι εμένα δεν μ΄ ενδιαφέρει. Αυτό που μ ενδιαφέρει είναι να ταράζεται λίγο η βεβαιότητα, η δική μας και του θεατή.
Ερ. Ο τίτλος του μυθιστορήματος είναι αρκετά αινιγματικός. Πώς τον εξηγείτε;
Απ. Ενώ τιτλοφορείται «Αριάγνη» πρωταγωνιστής είναι ο Μάνος Σιμεωνίδης. Κι αναρωτιέται κανείς γιατί. Επίσης, το περίεργο με τον Τσίρκα εδώ, είναι ότι αρκετά πριν τελειώσει το μυθιστόρημα εγκαταλείπουμε τον βασικό ήρωα, τον ξεχνάμε κάπου μέσα στη έρημο, κι όλο το τελευταίο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην Αριάγνη και στο μεγαλείο της. Εκείνη είναι ουσιαστικά το υπερβατικό πρόσωπο, είναι η πρόταση που κάνει ο Τσίρκας για τη ζωή και τις αντιφάσεις της, γιατί η Αριάγνη ενσαρκώνει ένα ανοιχτό πνεύμα. Δεν πρόκειται για διανοούμενη γυναίκα, είναι μια απλή γυναίκα του Καΐρου που έχει δει την ανάγκη για κοινωνική ανεκτικότητα, για υπέρβαση των ρατσιστικών προκαταλήψεων και της ξενοφοβίας, την ανάγκη της επιστροφής στις αξίες του ουμανισμού. Άρα, λοιπόν, υπάρχει πολύ έντονη αυτοκριτική του Τσίρκα σ΄ αυτό το βιβλίο, ο ήρωας του, που είναι το alter ego του, δέχεται ισχυρή κριτική μέσα στο μυθιστόρημα από διάφορα πρόσωπα.
Ερ. Τα σκηνικά της παράστασης αναδεικνύουν την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος;
Απ. Ήταν όντως ένα μεγάλο στοίχημα. Θα πρέπει να ξέρετε ότι παρότι πρόκειται για συμπαραγωγή του Εθνικού με το Θέατρο Τέχνης, οι συνθήκες κρίσης που περνάμε κι έχουν κυρίως επηρεάσει τον πολιτισμό μας υποχρέωσαν να κινηθούμε σε πλαίσια εξαιρετικά πενιχρής παραγωγής, πολύ μικρών οικονομικών δυνατοτήτων. Στην αρχή αυτό μάς φάνηκε εμπόδιο, στη συνέχεια όμως μας έδωσε τη δυνατότητα να κινηθούμε με πενιχρά μέσα και να δώσουμε έμφαση στα πρόσωπα, στα σώματα, στον ηθοποιό. Αυτό ισχύει και στη «Λέσχη» της Έφης Θεοδώρου. Εμείς στην «Αριάγνη» δουλεύουμε στη λογική της περφόρμανς. Θα έλεγα, έχουμε μάλλον μια άδεια σκηνή, με κάποια αντικείμενα συμβολικής χρήσης στη σκηνή.
Ερ. Αν είχατε τα οικονομικά μέσα θα το είχατε κάνει διαφορετικά;
Απ. Νομίζω ότι προτιμώ τον τρόπο που έγινε τώρα, χωρίς βέβαια να υποστηρίζω ότι προτιμώ στο θέατρο να μην υπάρχει δυνατότητα να φτιάξεις μια ατμόσφαιρα. Δεν μπορέσαμε να δουλέψουμε στις ατμόσφαιρες που αναφερθήκατε πριν, εκεί πρέπει να έχεις σταθερή σκηνογραφία κ.λπ. για να αποδώσεις το Κάιρο της εποχής. Εκεί κάτι χάσαμε, αλλά νομίζω ότι το κερδίσαμε στους ηθοποιούς, στα πρόσωπα, στην εκφορά του λόγου.
Ερ. Γιατί νιώσατε την ανάγκη να αφιερώσετε την παράσταση στον Θόδωρο Αγγελόπουλο;
Απ. Είναι ένας φόρος τιμής σε έναν σκηνοθέτη που δικαιώνεται, κατά την γνώμη μου, διαρκώς από την Ιστορία, την εξέλιξη των γεγονότων. Έχει θέσει πολύ μεγάλα ζητήματα, το ζήτημα των προσφύγων, των συνόρων, των ιερών νεκρών της Ιστορίας. Αυτά τα ζητήματα επανέρχονται διαρκώς. Η προβολή του βίντεο στην παράσταση έρχεται από τη σκηνή του «Θίασου» με το μπουλούκι των ηθοποιών που κατηφορίζει το χιονισμένο μονοπάτι και τραγουδά το «Γιάξεμπόρε» έως ότου αντικρύσουν τα κρεμασμένα πτώματα των ανταρτών στην πλατεία του χωριού. Το πλάνο αυτό γίνεται λιγάκι ευκαιρία να μιλήσουμε για τον δικό μας θίασο, ο οποίος ανεβαίνει στη σκηνή για να αναμετρηθεί κι αυτός σήμερα με τους νεκρούς της Ιστορίας μέσα από τον Τσίρκα.