Το επικείμενο “λουκέτο” που φλερτάρει με το Δημοτικό Σχολείο Μύλων, έχει αναχθεί αδιαμφισβήτητα ως ένα από τα σοβαρότερα θέματα των αργολικών ημερών
Η τοπική κοινωνία των Μύλων, λίγες μόλις μέρες πριν την έναρξη την σχολικής χρονιάς, έχει ήδη κινητοποιηθεί και ξεσηκωθεί, δηλώνοντας ότι μια τέτοιου είδους απόφαση δε θα περάσει.
Ταυτόχρονα, στέλνει ένα ηχηρό μήνυμα στην περιφέρεια και την κυβέρνηση, ότι δε θα παραδώσει τόσο εύκολα τα όπλα.
Η αλήθεια είναι ότι το οριστικό κλείσιμο ορισμένων σχολικών μονάδων -ή αλλιώς “λουκέτο” όπως λέγεται ευρέως-, είναι ένα ακόμα επακ
όλουθο της οικονομικής κρίσης, και δεν είναι πρωτοφανές. Ήδη απ’ το 2011 ξεκίνησε στον τόπο μας η “εκκαθάριση” ορισμένων σχολικών μονάδων, με τα Δημοτικά Σχολεία Μάνεση, Πουλακίδας και Παναριτίου να κλείνουν οριστικά λόγω χαμηλού αριθμού μαθητών, όπως δήλωσαν οι “λουκετοδιανομείς”, αφήνοντας μονάχα την επιλογή ανάμεσα στο Δημοτικό Σχολείο Αγίας Τριάδας και Ανυφίου στους “λουκετόπληκτους”.
Απ’ τα παραπάνω στοιχεία, λοιπόν, συνάγεται ότι για “λουκέτο” επιλέγονται τα σχολεία των ολιγοκατοικημένων περιοχών. Ένα χωριό, δηλαδή, που αυτή τη στιγμή διαθέτει γύρω στα τριάντα παιδιά, δε δικαιούται να έχει Δημοτικό Σχολείο. Αυτά θα υποστήριζε κάποιος ο οποίος έχει ζήσει στην πόλη, και μάλιστα θα του φαινόταν και απολύτως λογικό.
Αν είχε ζήσει σε χωριό, όμως, σίγουρα θα είχε διαφορετική άποψη. Το να αναγκάζεις με ένα νόμο, τριάντα ή είκοσι ή δέκα παιδιά, σε μια τόσο ευαίσθητη ηλικία, να παρακολουθήσουν μαθήματα και να παίξουν σε έναν “ξένο” γι’ αυτά τόπο, είναι λογικό να τα φέρει σε δύσκολη έως αφόρητη θέση, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία του παιδιού. Ένα παιδί που έχει τη σιγουριά ότι αν του συμβεί κάτι κατά τη διάρκεια της σχολικής ώρας, θα μπορεί να έρθει ο γονιός του και να το πάρει άμεσα, δεν μπορείς να το πάρεις εύκολα απ’ τον τόπο που του δίνει αυτή τη σιγουριά. Κι αν του πάρεις αυτή τη σιγουριά, είναι σαν να του κόβεις τα πόδια.
Όποιος κλείνει ένα σχολείο, είναι σαν να απομονώνει την τοπική κοινωνία που το στεγάζει. Διότι τα παιδιά που δεν πηγαίνουν σχολείο στο χωριό τους, σιγά-σιγά αρχίζουν να απομακρύνονται από αυτό. Οι εμπειρίες τους σε ό,τι αφορά την παραγωγική ώρα του μαθήματος αλλά και το παιδικό παιχνίδι του διαλείμματος, λαμβάνουν χώρα πλέον σε έναν άλλο τόπο, και αυτός ο τόπος συνδέεται με αυτές τις εμπειρίες που όλοι ανακαλούμε στη μνήμη μας καθώς περνούν τα χρόνια. Επίσης, τα παιδιά που πηγαίνουν σχολείο σε άλλο μέρος από τον τόπο τους, σιγά-σιγά απομακρύνονται και από την ιστορία του χωριού τους. Για παράδειγμα, μια εργασία που θα τους ανέθετε ο δάσκαλος ώστε να ψάξουν να βρουν ιστορίες απ’ το χωριό τους, δεν μπορεί να φιλοξενηθεί σε ένα άλλο σχολείο τόσο εύκολα, διότι είναι πολλά τα χωριά που θα στεγάζουν το νέο “πανδιδακτήριο”, και έτσι η λαογραφία του χωριού τους αρχίζει να εξασθενίζει. Κάπως έτσι βλέπουμε τα χωριά να ερημώνουν και να παραγκωνίζονται, γιγαντώνοντας τις πρωτεύουσες των δήμων.
Είναι φανερό, πια, ότι τις δύο τελευταίες δεκαετίες -τουλάχιστον- επιχειρείται εσκεμμένα και με μεγάλη μεθοδικότητα η ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου. Πρώτα ήταν τα κέντρα υγείας. Οι πιο παλιοί θυμούνται το κάθε χωριό να έχει, αν όχι το δικό του κέντρο υγείας, το δικό του ανταποκριτή. Σήμερα γνωρίζουμε ότι κέντρο υγείας διαθέτουν μόνο τα κεφαλοχώρια, και το συγκεκριμένο κέντρο υγείας πρέπει να εξυπηρετεί ολόκληρο τον πληθυσμό των γύρω χωριών, με δύο γιατρούς να εξυπηρετούν εκατοντάδες κόσμου. Το αποτέλεσμα είναι λογικό: ανεπάρκεια, όπως είναι φυσιολογικό.
Το κλείσιμο των σχολείων τώρα. Μια νέα μόδα που φοριέται πολύ, και που αν εναντιωθείς σπεύδουν να σε “μαλώσουν”, με διάφορες προφάσεις του στυλ “έλα μωρέ, έχει σχολείο δυο χωριά παραδίπλα”. Και καταπίνοντας όλες αυτές τις δικαιολογίες που προβάλλουν οι εμπλεκόμμενοι φορείς που υποστηρίζουν ότι “δεν μπορεί να πληρώνει το κράτος δασκάλους”, ή “δεν υπάρχουν χρήματα για τον εξοπλισμό του σχολείου”, καταλήγουμε τελικά να γίνουμε ξένοι στον τόπο μας. Όταν έρθει η μέρα που θα μας πουν ότι “δεν μπορούμε να μεριμνούμε και για εσάς σ’ αυτό το απομακρυσμένο χωριό, πηγαίνετε να ζήσετε στο παραδίπλα”, κάτι μου λέει ότι δυστυχώς δε θα αντιδράσουμε και θα το κάνουμε μετά χαράς.
Το μόνο που έχει απομείνει σε αυτά τα χωριά είναι οι πολιτιστικοί σύλλογοι -αν δεν έχουν κατακερματιστεί από τα λογής συμφέροντα και τις επιδειξιομανίες-, να υπενθυμίζουν
ότι σ’ αυτά τα χώματα ζουν ακόμα άνθρωποι. Άνθρωποι που βαρέθηκαν να τους χτυπάτε καθημερινά κάτω απ’ τη ζώνη, ψευδο-δηλώνοντας παράλληλα ότι είστε υπερήφανοι γι’ αυτούς επειδή φυλάνε Θερμοπύλες στα χωριά τους. Άνθρωποι που βαρέθηκαν να μην τους υπολογίζετε.
ότι σ’ αυτά τα χώματα ζουν ακόμα άνθρωποι. Άνθρωποι που βαρέθηκαν να τους χτυπάτε καθημερινά κάτω απ’ τη ζώνη, ψευδο-δηλώνοντας παράλληλα ότι είστε υπερήφανοι γι’ αυτούς επειδή φυλάνε Θερμοπύλες στα χωριά τους. Άνθρωποι που βαρέθηκαν να μην τους υπολογίζετε.
Έτσι, λοιπόν, είναι εύκολο να συμπεράνουμε ότι το ζητούμενο δεν είναι το κλείσιμο του σχολείου αποκλειστικά για την εξοικονόμηση χρηματικών πόρων, αλλά όλο το πακέτο που μια τέτοια κίνηση προσφέρει. Την εκκολαπτόμενη αποξένωση απ’ τον τόπο μας, που τώρα μπορεί να εκφράζεται μονάχα με την παρακολούθηση των σχολικών μαθημάτων στο δίπλα χωριό, αλλά αύριο θα μετατραπεί σε αδιαφορία για ό,τι έχει να κάνει με το μικρό και άλλοτε αγαπημένο μας χωριό. Οι δεσμοί τόσο με τον τόπο όσο και με τους ανθρώπους του σιγά-σιγά σπάνε, και αυτό είναι κάτι που βολεύει τους άνωθεν. Το “αποπροσανατολίζειν” και το “διαίρει και βασίλευε”, είναι τακτικές που πάντα επέδιδαν καρπούς και επέτρεπαν στα μεγάλα κεφάλια να δρουν κατά τα επίβουλα σχέδιά τους.
Φαίνεται πως στους Μύλους, ευτυχώς, οι άνθρωποι τα έχουν καταλάβει όλα αυτά και δε θα παραδώσουν τα όπλα τους τόσο εύκολα. Τους αξίζουν συγχαρητήρια γιατί δεν αντιμετωπίζουν το θέμα με τη νωχελικότητα που το αντιμετωπίσαμε στο Μάνεση, στην Πουλλακίδα και στο Παναρίτι. Η κινητοποίηση των τελευταίων ημερών δείχνει ότι τα λογής συμφέροντα δεν έχουν ισοπεδώσει απ’ τη ρίζα του το ανθρώπινο γένος, και ότι υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αντιδρούν στον παραλογισμό, την αδικία και την επιβολή δυσμενών αποφάσεων. Άνθρωποι που δε βάφονται με χρώματα και κόμματα, διότι μάλλον γνωρίζουν ότι όλες οι κυβερνήσεις έχουν τον ίδιο στόχο: την ερήμωση της υπαίθρου. Και αυτοί με τη σειρά τους έχουν ένα άλλο όνειρο: την αντίσταση.
Τους εύχομαι από καρδιάς να καταφέρουν να κρατηθούν όρθιοι μέσα σ’ αυτόν το δίκαιο αγώνα. Οι πιέσεις που θα δεχθούν θα είναι πολλές, αλλά αυτό δεν πρέπει να τους πτοεί. Πρέπει να αγωνιστούν, για να μάθουν και τα παιδιά που συμμετέχουν σ’ αυτήν την κινητοποίηση ότι έχουν το δικαίωμα, τη δύναμη και την υποχρέωση να αντιστέκονται, και τώρα, και πάντα, όταν διακυβεύονται τόσο σοβαρά θέματα που αφορούν τη ζωή τους. Τότε ίσως θα μπορούμε να περιμένουμε πραγματικά περισσότερα απ’ αυτόν τον κόσμο.
Τέλος, ίσως κατηγορηθώ για τοπικισμό. Όμως:
“Όταν έκλεισε το σχολείο του Μάνεση, δεν αντέδρασα. Δεν έμενα στο Μάνεση.
Όταν έκλεισε το σχολείο της Πουλλακίδας, δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν από την Πουλακίδα.
Όταν έκλεισε το σχολείο του Παναριτίου, πάλι δεν αντέδρασα. Πώς κάνουν έτσι πια, δίπλα είναι η Αγία Τριάδα και το Ανυφί.
Όταν προσπάθησαν να κλείσουν το σχολείο των Μύλων, είχα βυθιστεί στον καναπέ μου ακούγοντας μουσική απ’ τα ακουστικά μου, προκειμένου να μην ακούω τις απεγνωσμένες φωνές των κατοίκων.
Όταν ήρθαν να κλείσουν το δικό μου σχολείο, δεν είχε απομείνει ούτε ένα εξημερωμένο θηρίο για να μιλήσει”.
Όταν έκλεισε το σχολείο της Πουλλακίδας, δεν αντέδρασα. Δεν ήμουν από την Πουλακίδα.
Όταν έκλεισε το σχολείο του Παναριτίου, πάλι δεν αντέδρασα. Πώς κάνουν έτσι πια, δίπλα είναι η Αγία Τριάδα και το Ανυφί.
Όταν προσπάθησαν να κλείσουν το σχολείο των Μύλων, είχα βυθιστεί στον καναπέ μου ακούγοντας μουσική απ’ τα ακουστικά μου, προκειμένου να μην ακούω τις απεγνωσμένες φωνές των κατοίκων.
Όταν ήρθαν να κλείσουν το δικό μου σχολείο, δεν είχε απομείνει ούτε ένα εξημερωμένο θηρίο για να μιλήσει”.
Μαρία Δήμα