Κυριακή 30 Απριλίου 2017

Σκατά στις Πανελλαδικές Εξετάσεις (γράφει ο Μario Vagman)





ΕΠΙΤΥΓΧΟΝΤΕΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΤΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ


Οι Πανελλαδικές Εξετάσεις είναι ο φασισμός του εκπαιδευτικού συστήματος
Αυτό το ύπουλο σαράκι που γέννησε και συνεχίζει να γε
ννάει τόνους αμόρφωτων, ηλίθιων, πειθήνιων και παπαγάλων Νεοελλήνων εδώ και δεκαετίες, αυτό το μοχθηρό φίδι που καταστρέφει κάθε έννοια παιδείας, δωρεάν και μη, το αχόρταγο τέρας ιδιωτικών συμφερόντων, εκδοτικών οίκων και ιδιαιτεράκηδων, ο ανέραστος δημιουργός νεανικών ψυχοσωματικών προβλημάτων, αμέτρητων φόβων και ανασφαλειών.
Δεν θα μπορούσε λοιπόν έναν τέτοιο αξιολάτρευτο θεσμό να τον τιμάει και η μικρή πιθηκομιμητική μας Αργολίδα, συνοδεία της άκριτης αποδοχής όλων του των ελαττωμάτων.
Πανελλήνιες εξετάσεις εν Ναυπλίω λοιπόν, έτος 1998. Μέρα πρώτη. Μέρα Έκθεσης. Ο γράφων, γνήσιο χωριατόπαιδο της πόλης, Μπουρτζοβλαχάκι ολικής, όπως το πλήθος των συμμαθητών του, με κριτική σκέψη το πολύ μέχρι τα σύνορα της Νεμέας, καλείται να ανταποκριθεί στο εξεταζόμενο θέμα του Συντηρητισμού και των τρόπων αντιμετώπισής του. Τι συμφορά! Τι άγνωστο και αντι-sos θέμα! Και δή για την πόλη, αρκούντος αυτοψυχαναλυτικό. Νέο παιδί ο γράφων να γνωρίζει από την εφηβεία του αυτό για το οποίο πάσχει μεγαλωμένος εδώ; Αδιανόητο.
Ο γράφων όμως δεν το έβαλε κάτω. Ξεκίνησε να φέρνει στην υπερφορτωμένη μνήμη του όλα τα έτοιμα σχεδιαγράμματα της Έκθεσης Ετοίμων Ιδεών του καλού του φροντιστηρίου. Είχε την τύχη βλέπεις, λόγω οικογενειακών σχέσεων, να κάνει εξωσχολικά μαθήματα σε πολύ καλές τιμές για την εποχή με καθηγητή του δημοσίου που είχε μεγάλες επιτυχίες στο ντόπιο παλμαρέ του. Κάθε καθηγητής τότε, μάλλον ακόμα και τώρα, έσερνε στο διάβα του ένα αόρατο κοπάδι μεγαλοεπιτυχόντων. Όσο μεγαλύτερο το κοπάδι, τόσο μεγαλύτερο και το κασέ του. Η συνήθης τιμή των μεγάλων καθηγητών του δημοσίου ήταν περίπου 15 με 20 χιλιάδες μαύρες δραχμές την ώρα, κοντά στα 50 σημερινά ευρώ. Ο γράφων όμως πλήρωνε πολύ λιγότερα. Είχε επομένως μπροστά του μια απίστευτη ευκαιρία της μεταπολιτευτικής δωρεάν παιδείας, που σε καμία περίπτωση δεν έπρεπε να αφήσει να πάει χαμένη.
Οπότε ξεκίνησε να φτιάχνει μεθοδικά τον πρόλογο με το υλικό που κατείχε, γράφοντας αρλούμπες, τις λεγόμενες κοινώς παπαρολογίες, προσποιούμενος πως γνωρίζει το αντικείμενο και ξεγλιστρώντας περίτεχνα από τον ορισμό του και οποιονδήποτε προσδιορισμό του, μπήκε κατευθείαν στο κυρίως θέμα. Κατέβασε στο νου του σαν αυτόματο κομπιουτεράκι όλες τις αρνητικές συνέπειες και τα αρνητικά συνεπακόλουθα όλων των παπαγαλισμένων σχεδιαγραμμάτων για άσχετα θέματα, όπως η προπαγάνδα, ο κιτρινισμός του τύπου, η υπερκατανάλωση και άλλα συναφή και τα κόλλαγε υπούλως στην απροσδιόριστη γι’ αυτόν έννοια του Συντηρητισμού.
Για τους τρόπους αντιμετώπισης και λύσης του προβλήματος δεν αγχώθηκε ιδιαίτερα. Αναμάσησε σε σωρεία παραγράφων τα γνωστά κλισέ της αφύπνισης της πνευματικής ηγεσίας, του ρόλου της οικογένειας, του σχολείου, της Εκκλησίας, των Μουμουέ και όλων γενικά των ακινητοποιημένων δυνάμεων του Γένους.
Μόλις έφτασε τις 20 σελίδες, σκέφτηκε πως το παράκανε με την ασύστολη φλυαρία του τίποτα και έκλεισε το θέμα μεγαλειωδώς μ’ έναν πατροπαράδοτο ευχετικό επίλογο που προσδοκούσε λύση, αφύπνιση δυνάμεων κι Ανάσταση νεκρών.
Περιχαρής κι αμήχανος για την ενδεχόμενη αποτυχία του, παρέδωσε γραπτό και εξήλθε του αγωνιστικού χώρου. Εκεί, έξω από το προαύλιο των Λυκείων, συνάντησε έναν όχλο αγωνιούντων γονέων, τοπικών τηλεοπτικών καναλιών που έκαναν τότε τα πρώτα τους βήματα στη μάχιμη δημοσιογραφία και ραδιοφώνων. Ήταν ακόμα η εποχή που ο δικηγόρος, ο αρχιτέκτων και ο γιατρός, μέχρι και ο δάσκαλος, είχαν μεγάλη αξία στην πόλη. Οι γονείς της πόλης ακούγαν τις επαγγελματικές αυτές ιδιότητες και βαράγαν προσοχή. Το πτυχίο ήτο προσόν, όχι απλώς ένα καταθλιπτικό κάδρο, και η εισαγωγή στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση αναγνώριζε κοινωνικό κύρος στο νεαρό επιτυχόντα και βεβαίως σε όλη την οικογένεια αυτού. Μανάδες, πατεράδες, γιαγιάδες, παππούδες, θείους, θείες και πάει λέγοντας.
Ο γράφων μ’ ένα κεφάλι γεμάτο ασυνάρτητες αρλούμπες που προ ολίγου παρέδωσε στο Κράτος, αντιλήφθηκε πως ήταν ο πρώτος αποχωρήσας και όλος ο ντουνιάς έπεσε πάνω του να μάθει το θέμα. Ιδιαίτερη εντύπωση του είχε κάνει αυτό το είδος των αυτοχθόνων κυριών, ονόματι μανάδων, που με τόσο πρόδηλη αγωνία για τον ίδιο και το μέλλον του, τον ρώταγαν συνεχώς πώς τα πήγε σκανάροντας τις αντιδράσεις του και κρατώντας ένα μικρό χνουδερό φτυαράκι για κάθε κίνηση που θα αποκάλυπτε την όποια αποτυχία του. Διασκεδάζοντας την πίκρα του όμως, τον χαμένο χρόνο και τα αδικοχαμένα φράγκα των γονιών του δήλωσε πως το θέμα ήταν βατό, το υλικό για να το αναπτύξεις εύκολο και αποχώρησε δηλώνοντας στα μέσα πως μόνο η σωστή οργάνωση του διαβάσματος τον βοήθησε να ανταπεξέλθει και όχι φυσικά το εγκεφαλικό, ψυχολογικό και σωματικό λιώσιμο που υπέστη για έναν τουλάχιστον χρόνο.
Ο γράφων όμως, όλως παραδόξως, δεδικαίωται. Το Κράτος, ενάμιση μήνα μετά, βαθμολόγησε το ασυνάρτητο και πανηλίθιο γραπτό του με βαθμό υψηλό, ικανό να του επιτρέψει την είσοδο σε υψηλόβαθμη σχολή της αρεσκείας του. Προφανώς το Κράτος, και ας με συγχωρέσουν οι διαχρονικά επιτυγχόντες, αρέσκεται στους ασυνάρτητους ή για να το πώ πιο κομψά στους εγκεφαλικά μονότονους κι οι Πανελλήνιες είναι τελικά ένας πρώτος τρόπος για να τους επιβραβεύσει.
Και σείς τώρα διαβάζετε αυτόν τον επιβραβευμένο γράφοντα που παπαγάλισε κάποτε 100 σελίδες ανιστόρητης και κακοτυπωμένης ιστορίας, έγραψε μια 20σέλιδη εκθεσιακή αρλούμπα, αποστήθισε 50 λατινικές μεταφράσεις, 3 αρχαίες εισαγωγές, έγραψε αυτολεξεί τον ορισμό της τραγωδίας χωρίς να έχει έχει νιώσει ή έστω να έχει δεί κάποια, και του χαρίστηκε, σε αντίθεση με άλλους που δυστυχώς δεν είχαν τόσο “υψηλές και παιδαγωγικώς τεκμηριωμένες διανοητικές ικανότητες”, το δώρο να γίνει επιστήμων.
Σκατά λοιπόν στον γράφοντα, σκατά στον επιστήμονα, σκατά σε όλους μας αλλά κυρίως και βασικώς σκατά στις Πανελλήνιες.
Και καλή λευτεριά στα παιδιά μας. Η σκοτεινότερη ώρα άλλωστε είναι λίγο πριν την αυγή.
Mario Vagman
To κείμενο πρωτοδημοσιεύτηκε στις 18 Μαΐου 2015