Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Tο λιμάνι του Άργους

Αεροφωτογραφία της παραλίας της Νέας Κίου και της πεδιάδας του Άργους (λίγο πριν ή λίγο μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο). Φωτ. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

Τημένιον, το λιμάνι του αρχαίου Άργους. Αναφορές αρχαίων και νέων συγγραφέων και ενδείξεις για την τοποθεσία, από το τέλος του 18ου αιώνα

«Τημένιον, το λιμάνι του αρχαίου Άργους. Αναφορές αρχαίων και νέων συγγραφέων και ενδείξεις για την τοποθεσία, από το τέλος του 18ουαιώνα». Βασίλης Κ. Δωροβίνης, «Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και Πολεοδομία». Πρακτικά διεθ
νούς συνεδρίου, 28/4 – 1/5/1990. Γαλλική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 1998.



Εισαγωγή και μεθοδολογικές διευκρινίσεις

Η ονομασία Τημένιον στη μυθολογική εποχή προσδιόριζε τοποθεσία και, πιθανώς, μικρό οικισμό και, στην ιστορική εποχή του αρχαίου Άργους, το επίνειο και λιμάνι του, αλλά και την απόληξη των μακρών τειχών τα οποία οι Αργείοι είχαν επιχειρήσει, τότε, να οικοδομήσουν. Σήμερα, προσδιορίζει παράλια έκταση δυτικότερα της κωμόπολης της Νέας Κίου και αμέσως μετά από αυτήν, η οποία υπάγεται στα όρια του Δήμου Άργους και, από μια εικοσαετία, περίπου, αναπτύσσεται σε τόπο συχνά αυθαίρετης κατοικίας για κατοίκους του Άργους και των περιχώρων του.

Αεροφωτογραφία της παραλίας της Νέας Κίου και της πεδιάδας του Άργους (λίγο πριν ή λίγο μετά το Β' Παγκόσμιο πόλεμο). Φωτ. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.
Αεροφωτογραφία της παραλίας της Νέας Κίου και της πεδιάδας του Άργους (λίγο πριν ή λίγο μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο). Φωτ. Αρχείο Μουσείου Μπενάκη.

Για γνωστούς, πλέον, κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους (μετοίκηση γηγενών αργείων στην Αθήνα, αμέσως μετά την περιπέτεια του Β’ Παγκοσμίου και του Εμφυλίου πολέμου, επι­κράτηση του προτύπου άγριας κερδοσκοπίας επί της γης και συναφής εξασθένηση της ιστορικής μνήμης, που αντικαταστάθηκε από αόριστες και φλύαρες αναφορές στα περασμένα «μεγαλεία»), η ονομασία διατηρήθηκε από την αρχαία εποχή μέχρι τις μέρες μας αλλά τόσο η προέλευσή της, όσο και ο ακριβής τόπος τον οποίο προσδιόριζε αρχικά, παραμένουν σε κατάσταση νεφελώδους αορι­στίας. Σε τούτο έχουν ασφαλώς συμβάλει δύο αντικειμενικοί παράγοντες, δηλαδή η αλλαγή της μορφολογίας του εδάφους από την αρχαία εποχή και η έλλειψη συγκεκριμένων αρχαιολογικών ερευνών.
Ως προς τον πρώτο παράγοντα σημειώνουμε ότι δεν επιδέχεται αμφισβήτηση η ριζική αλλαγή της παραλίας του Αργολικού Κόλπου, η επέκταση των θαλάσσιων υδάτων και η μετατροπή της παραλίας περίπου από τη θέση Κιόσκι (μετά το σημερινό εργοστάσιο «Πελαργός»), μέ­χρι τη Λέρνη – Μύλους σε βαλτώδη έκταση, που τμήμα της διασώζεται ως υγροβιότοπος βόρεια του σημερινού «Τημενίου». Η νέα μορφολογία και η αποφορά που αναδυόταν από τους βάλτους εμπόδιζε, ακριβώς, ταξιδιώτες και ερευνητές, από τα τέλη του 18ου αιώνα, να επιχει­ρούν τη διαδρομή Λέρνης – Ναυπλίου από την παραλία, με μία γραπτή, αρχειακή, πλέον, εξαίρεση, όπως θα δούμε παρακάτω.

Τα υπολείμματα υποβάθρων στην παραλία «Κιόσκι», κοντά στο εργοστάσιο «Πελαργός» (Μάρτιος 1992).
Τα υπολείμματα υποβάθρων στην παραλία «Κιόσκι», κοντά στο εργοστάσιο «Πελαργός» (Μάρτιος 1992).

Το έλος της Λέρνης, από το βιβλίο του Chr. Wordsworth, Greece, Λονδίνο (1853).
Το έλος της Λέρνης, από το βιβλίο του Chr. Wordsworth, Greece, Λονδίνο (1853).

Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και τα μέλη της Γαλλικής Επιστημο­νικής Αποστολής στην Πελοπόννησο, το 1829, αποφεύγουν και αυτά τη διαδρομή παραλιακά, γι’ αυτό και παρουσιάζεται κενό στο έργο τους ως προς το σημείο τούτο. Είναι, επίσης, γνωστό ότι η αποξήρανση των παραλιακών βαλτωδών εκτάσεων, των οποίων η ύπαρξη συνέβαλλε παλαιότερα, ως ένα βαθμό, και στην ελονοσία που ενδημούσε στην Αργολίδα, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος στην εργασία των προσφύγων από την Κίο της Μ. Ασίας, που ίδρυσαν την κωμόπολη της Νέας Κίου. Αποξηραντικά έργα πρέπει να είχαν αρχίσει από την οθωνική εποχή, αφού στην περιοχή Κιόσκι οικοδομήθηκε το κτίριο του Ιπποφορβείου (έχει ενταχθεί στις εγκαταστάσεις του «Πελαργού»).
Ως προς τον δεύτερο παράγοντα θα πρέπει να σημειώσουμε ότι, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, δεν έχει γίνει αρχαιολογική έρευνα, έστω και ολοκληρωμένη σωστική ανασκαφή, στην περιοχή, κατάσπαρτη, όπως θα δείξουμε, από υπολείμματα κτιρίων και εγκαταστάσεων της αρχαίας εποχής, αλλά και της εποχής της Τουρκοκρατίας και μετέπειτα (ιδιαίτερα στην περιοχή Σερεμέτι, όπου και ό,τι απέμεινε από τον «Πύργο του Νικηταρά»), όπως και από αρχαιολογικά μέλη. Κάτοικοι και κτηματίες έχουν, άλλωστε, ειδοποιήσει κατά καιρούς την Αρχαιολογική Υπηρεσία. Στην παρούσα μελέτη γίνεται απογραφή των αναφορών αρχαίων συγγραφέων για το Τημένιον, αλλά και δύο συγγραφέων του 19ου αιώνα που ασχολήθηκαν με τρόπο συστηματικό και αξιόλογο, ακόμα και υπό τα σημερινά δεδομένα, με την τοπογραφία του Άργους και της ευρύτερης περιοχής του, δηλαδή των Αντ. Μηλιαράκη και I. Κ. Κοφινιώτη.
Πέρα από αυτούς, προχωρούμε στην κατα­γραφή και ανάλυση ενδείξεων για την τοποθεσία του Τημενίου, από τα τέλη του 18ου αιώνα. Πρό­κειται για ενδείξεις χαρτογραφικές, για άλλες από αναφορές και αναλύσεις ταξιδιωτών, όπως και για στοιχεία από πληροφορίες του τοπικού Τύπου. Τέλος, λαμβάνονται υπόψη κάποιες προφορικές μαρτυρίες και καταθέσεις. Το υλικό προέρχεται από βιβλιογραφική, από αρχειακή και από επιτόπου έρευνα. Οι δύο πρώτες έγιναν στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, κατά κύριο λόγο, όπως και στο Παρίσι, στα Archives Nationales και στα αρχεία του Γαλλικού Στρατού (Château de Vincennes). Οι πληροφορίες του τοπικού Τύπου προέρχονται από αποδελτίωση και κατάταξη των σχετικών αποκομμάτων – φωτοτυπιών κατά ενότητες, για την περίοδο από το 1827 μέχρι σήμερα. Εκτός από τον καθαυτό σκοπό της μελέτης, έμμεσος στόχος της είναι η παροχή ενός, έστω και ατελούς, ιστορικού υποβάθρου, για μελλοντική αρχαιολογική έρευνα στην περιοχή, η οποία θα φέρει σε φως ενδιαφέροντα στοιχεία της τοπογραφίας και της οργάνωσης του χώρου, τόσο κατά τους αρχαίους όσο και κατά τους νεότερους χρόνους.

Αρχαίοι συγγραφείς για το Τημένιον και την περιοχή του

Ο Ηρόδοτος [1], στην αφήγησή του για τη σύγκρουση Αργείων και Σπαρτιατών και για την εισβολή του Κλεομένη στις περιοχές της επικράτειας του Άργους, γράφει [2]«Αργείοι δε εβοήθεον πυνθανόμενοι ταύτα επί θάλασσαν ως δε αγχού μεν εγίνοντο της Τίρυνθος, χώρω δε εν τούτω τω κείται Σήπεια ούνομα, μεταίχμιον ου μέγα απολιπόντες ίζοντο αντίοι τοίσι Λακεδαιμονίοισι».
Ο Θουκυδίδης [3]στο τμήμα της ιστορίας του για τον Πελοποννησιακό πόλεμο που αναφέρεται στην εμπλοκή του Άργους σε αυτόν, κατά το καλοκαίρι του δεκάτου πέμπτου έτους του, γράφει [4]«Ο δε δήμος των Αργείων εν τούτω, φοβούμενος τους Λακεδαιμονίους και την των Αθηναίων ξυμμαχίαν πάλιν προσαγόμενός τε και νομίζων μέγιστον αν σφάς ωφελήσαι, τειχίζει μακρά τείχη ες θάλασσαν, όπως, ην της γης είργωνται, ή κατά θάλασσαν σφάς μετά των Αθηναίων επαγωγή των επι­τηδείων ωφελή. Ξυνήδεσαν δε τον τειχισμόν και των εν Πελοποννήσω τινές πόλεων. Και οι μεν Αργείοι πανδημεί, και αυτοί και γυναίκες και οικέται, ετείχιζον και εκ των Αθηνών αυτοίς ήλθον τέκτονες και λιθουργοί. Kαι το θέρος ετελεύτα. Του δ’ επιγιγνομένου χειμώνος Λακεδαιμόνιοι ως ήσθοντο τειχιζόντων, εστράτευσαν ες το Άργος αυτοί τε και οι ξύμμαχοι πλην Κορινθίων υπήρχε δε τι αυτοίς και εκ του Άργους αυτόθεν πρασσόμενον. Ήγε δε την στρατιάν Άγις ο Αρχιδάμου Λακεδαιμονίων βασιλεύς. Και τα μεν εκ της πόλεως δοκούντα προϋπάρχειν ου προυχώρησεν έτι · τα δε οικοδομούμενα τείχη ελόντες και καταβαλόντες και Υσιάς χωρίον της Αργείας λαβόντες και τους ελευθέρους άπαντας ους έλαβον αποκτείναντες ανεχώρησαν και διελύθησαν κατά πόλεις».
Ο Στράβων [5] αναφέρει ειδικά για το Τημένιον, στα Γεωγραφικά του[6] : «Τωνδ’ Αργείων αι τε Πρασιαί και το Τημένιον, εν ω τέθαπται Τήμενος, και έτι πρότερον το χωρίον, δι’ ου ρει ποταμός ή Λέρνη καλουμένη, ομώνυμος τη Λίμνη, εν η μεμύθευται τα περί την Ύδραν. Το δε Τημένιον απέχει του Άργους εξ και είκοσι σταδίους υπέρ της θαλάττης, από δε του Άργους εις το Ηραίον τεσσαράκοντα, ένθεν δε εις Μυκήνας δέκα. Μετά δε το Τημένιον η Ναυπλία, το των Αργείων ναύσταθμον το δ’ έτυμον από του ταις ναυσί προσπελείσθαι».
Ο Πλούταρχος [7], στη βιογραφία του Αλκιβιάδη, δίδει τις εξής πρόσθετες λεπτομέρειες για την κατασκευή τειχών [8]Ούτω δε των Λακεδαιμονίων εκπεσόντων, στρατηγός αποδειχθείς ο Αλκιβιάδης ευθύς Αργείους και Μαντινείς και Ηλείους συμμάχους εποίησε τοις Αθηναίοις. Και τον μεν τρόπον ουδείς της πράξεως επήνει, μέγα δ’ ην το πεπραγμένον υπ’ αυτού, διαστήσαι και κραδάναι Πελοπόννησον ολίγου δειν άπασαν (…). Μετά δε την μάχην ευθύς επέθεντο καταλύειν εν Άργει τον δήμον οι Χίλιοι και την πόλιν υπήκοον ποιείν Λακεδαιμόνιοι δε παραγενόμενοι κατέλυσαν την δημοκρατίαν. Αύθις δε των πολλών εξενεγκαμένων τα όπλα και κρατησάντων, επελθών ο Αλκιβιάδης την τε νίκην εβεβαίωσε τω δήμω, και τα μακρά τείχη συνέπεισε καθείναι και προσμίξαντας τη θαλασσή την πόλιν εξάψαι παντάπασι της Αθηναίων δυνάμεως, και τέκτονας και λιθουργούς εκ των Αθηνών εκόμισε και πάσαν ενεδείκνυτο προθυμίαν, ουχ ήττον εαυτώ κτώμενος ή τη πόλει χάριν και ισχύν. Έπεισε δε και Πατρείς ομοίως τείχεσι μακροίς συνάψαι τη θαλάσση την πόλιν».
Τέλος, ο Παυσανίας [9], στα Κορινθιακά, [10] γράφει για το Τημένιο και την περιοχή του: Απέχει δε Αργείων της πόλεως τεσσαράκοντα και ου πλείω στάδια ή κατά Λέρναν θάλασσα. Κατιόντων δε ες Λέρναν πρώτον μεν καθ’ οδόν έστιν ο Ερασίνος, εκδίδωσι δε ες τον Φρίξον, ο Φρίξος δε ες την θάλασσαν την μεταξύ Τημενίου και Λέρνης. Από δε Ερασίνου τραπείσιν ες αριστερά σταδίους όσον οκτώ, Διοσκούρων ιερόν έστιν ανάκτων πεποίηται δε σφισι κατά ταύτα και εν τη πόλει τα ξόανα. Αναστρέψας δε ες την ευθείαν τον τε Ερασίνον διαβήση και επί τον Χείμαρρον ποταμόν άφιξη (…). Εκ Λέρνης δε ιούσιν ες Τημένιον (το δέ Τημένιον έστιν Αργείων, ωνομάσθη δε από Τημένου τον Αριστομάχου καταλαβών γαρ και εχυρωσάμενος το χωρίον επολέμει συν τοις Δωριεύσιν αυτόθεν τον προς Τισαμενόν και Αχαιούς πόλεμον) ες τούτο ουν το Τημένιον ιούσιν ο τε Φρίξος ποταμός εκδίδωσιν ες θάλασσαν και Ποσειδώνος ιερόν εν Τημενίω πεποίηται και Αφροδίτης έτερον και μνήμα έστι Τημένου τιμάς έχον παρά Δωριέων των εν Αργεί. Τημενίου δε απέχει Ναυ­πλία πεντήκοντα, εμοί δοκείν, σταδίους, τα μεν εφ’ ημών έρημος, οικιστής δε εγένετο αυτής Ναύπλιος Ποσειδώνος λεγόμενος και Αμυμώνης είναι (…). Έστι δε εκ Λέρνης και ετέρα παρ’ αυτήν οδός την θάλασσαν επί χωρίον ο Γενέσιον ονομάζουσι προς θαλάσση δε του Γενεσίου Ποσειδώνος ιερόν έστιν, ου μέγα. Τούτου δέχεται χωρίον άλλο, Απόβαθμοι γης δε ενταύθα πρώτον της Αργολίδος Δαναόν συν ταις παισίν αποβήναι λέγουσιν».
Από τα αποσπάσματα αυτά γίνεται σαφές ότι στην αρχαία εποχή η περιοχή του Τημενίου ήταν προσιτή σε πλοία, ότι οι Αργείοι, κινητοποιώντας όλον τον πληθυσμό της πόλης και κατά προτροπή του Αλκιβιάδη, που συνέβαλε στην αποκατάσταση του δημοκρατικού πολιτεύματος στο Άργος, επιχείρησαν να οικοδομήσουν μακρά τείχη, με τη συνδρομή και τεχνιτών από την Αθήνα, ώστε να ενώσουν την παραλία με την πόλη, ότι οι Σπαρτιάτες τα κατεδάφισαν, καθώς και ότι κατά το 2ο αιώνα μ.Χ. στο Τημένιον υπήρχε ιερό του Ποσειδώνος και άλλο για την Αφροδίτη, όπως και ο τάφος του Τημένου. Σημειώνουμε πρόσθετα ότι, αν θεωρηθεί ως απόλυτα αξιόπιστος ο Στράβων (ενώ ο Παυσανίας σιωπά ως προς το σημείο αυτό, αν και γράφει ότι, στην εποχή του, το Ναύπλιον ήταν έρημο), «ναύσταθμος» του Άργους ήταν η πόλη αυτή, στην εποχή του τέλους του 1ου π.Χ. και των αρχών του 1ου μ.Χ. αιώνα.

Χαρτογραφικές απόψεις για το Τημένιον

Από τον εντοπισμό και την επισήμανση χαρτών, ιδιαίτερα της Πελοποννήσου, που χρονολογούνται ακόμα και από το τέλος του 16ου αιώνα, αναδεικνύεται η μεγάλη σύγχυση που επικρατεί γύρω από την τοποθεσία του Τημενίου, ενώ δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν (και ποιοι) από αυτούς στηρίζονται, ενδεχομένως, σε επισημάνσεις οικοδομικών υπολειμμάτων ή και τυχόν επιτό­που ευρημάτων. Οι αναφορές που κάνουμε, όπως και η δημοσίευση ορισμένων χαρτών, έχουν, εννοείται, χαρακτήρα ενδεικτικό, για να εικονίσουμε του λόγου μας το αληθές. Έτσι, λοιπόν, στους χάρτες του Mercator, όπως και σε άλλον του 1590 [11], το Τημένιον τοποθε­τείται σε απόσταση από την παραλία, στην ενδοχώρα. Το ίδιο συμβαίνει και με χάρτη στηριγμένο σε σημειώσεις του ίδιου και σχεδιασμένο από τον Ρ. Briet και άλλους (Παρίσι, 1705) [12].
Αντίθετα, το Τημένιον απουσιάζει από το χάρτη του λοχία Grognard, του 1745, ο οποίος ήταν πιλότος στην Τουλόν και τον είχε ετοιμάσει για τον κόμητα του Maurepas [13]. Ενώ στο χάρτη του Robert de Vangondy, υιού, του 1752 [14], το Τημένιον εμφανίζεται πάλι στην ενδοχώρα και ανατολικά της μιας και μοναδικής εκβολής των ποταμών, για να εμφανιστεί στην ακτή και δυτικά της ίδιας εκβολής, δέκα χρόνια αργότερα, στο χάρτη του d’Anville. [15] Στο έργο του Choiseul – Gouffier, το 1782 [16] από ταξίδι που είχε κάμει το 1776, το Τημένιον δείχνεται στο χάρτη της Αρχαίας Ελλάδας (και όχι σ’ εκείνον της Νέας Ελλάδας), στην εκβολή των ποταμών Ινάχου και Χαράδρου, ενώ στο χάρτη του Barbie du Bocage, σχεδιασμένο τον Οκτώβριο του 1785 και αναθεωρημένο το 1798, ο οποίος συνόδευε το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, τοποθετείται στην ακτή, ανατο­λικά της εκβολής του Ινάχου [17]. Στην ακτή τοποθετείται και στο χάρτη του D. Macpherson (1807) [18].

Χάρτης του Barbié du Bocage για το «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση».
Χάρτης του Barbié du Bocage για το «Ταξίδι του νέου Ανάχαρση».

Στο έργο του Sonnini, που συντάχθηκε με εντολή του Λουδοβίκου 16ου[19], δεν επισημαίνεται το Τημένιο, που καταχωρήθηκε στη Γαλλική μετάφραση του έργου του Bartholdy, με εντυπώσεις από το ταξίδι του 1803-1804 (ο χάρτης είχε συνταχθεί το 1807)[20]. Αλλά και δεν εμφανίζεται σε άλλο χάρτη του Barbie du Bocage, που σχεδιάστηκε με διαταγή της κυβέρνησης το 1807 και δημο­σιεύθηκε το 1814, «με βάση τις παρατηρήσεις του Choiseul-Gouffier, του Fauvel, του Foucherot και άλλων, όπως και εκείνες των ελλήνων γεωγράφων Μελέτιος και Δημήτριος» (τα ονόματα των ελλήνων στα ελληνικά, πιθανώς να εννοείται ο Δανιήλ Φιλιππίδης)[21].
Ρητή αναγραφή «ερείπια του Τημενίου» βρίσκουμε σε μεταγενέστερο χάρτη του Lapie (Παρίσι, 1826), του οποίου το σχετικό απόσπασμα αναδημοσιεύουμε, με βάση «διάφορες πληροφορίες, υλικά κλπ.» και η τοποθεσία εμφανίζεται πολύ δυτικότερα των δύο εκβολών του Ινάχου και του Χαράδρου. Αντίθετα, καμία μνεία δεν γίνεται, δύο χρόνια αργότερα, σε χάρτη (1:500.000) που, σε λιθογραφία του F. G. Levrault, δημοσιεύεται στο Στρασβούργο, όπως και στο χάρτη της Ελλάδας που δημοσιεύθηκε στον πρώτο τόμο του βιβλίου του J. Emerson, Letters from theAegean, Λονδίνο (1829) ο οποίος δεν είχε, πάντως, επισκεφθεί την Αργολίδα.

Χάρτης του Lapie (Παρίσι, 1826).
Χάρτης του Lapie (Παρίσι, 1826).

Πολύ σημαντικό είναι ότι, με βάση το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, του J.-J. Barthélémy, Άτλας που συντάσσεται και, το 1830, τυπώνεται από τον Α. M. Tardieu, εμφανίζει το Τημένιον στην ακτή, αλλά… δυτικά της μοναδικής εκβολής των Ινάχου – Χαράδρου[22]. Όπως και πολύ ενδιαφέρουσα είναι η «άποψη» που εμφανίζεται σε χάρτες με βάση τα δεδομένα της Γαλλικής Επιστημονι­κής Αποστολής στην Πελοπόννησο. Στον πρώτο από αυτούς, που βρίσκεται στα αρχεία του Γαλλι­κού Στρατού [23], πάνω στην ακτή και κάτω από εκτάσεις που χαρακτηρίζονται ως «Μεγάλο έλος» και «ελώδεις εκτάσεις», υπάρχει η ένδειξη «λιμάνι του Άργους»,ακριβώς στην κοινή εκβολή δύο ποταμών που δεν προσδιορίζονται. Στον δεύτερο, που συντάχθηκε στο γαλλικό Υπουργείο Πολέ­μου, κατά διαταγή του Πρωθυπουργού και Υπουργού Πολέμου, υπό τη διεύθυνση του Pelet και με συντάκτες και σχεδιαστές μέλη της Αποστολής (1833) [24], δεν εμφανίζεται το Τημένιον. Ενώ στον τρίτο από αυτούς [25] υπάρχει η ένδειξη «ερείπια» πολύ κάτω, προς Ν., από την εκβολή του Ερασίνου, στην ακτή, και σε απόσταση από τους Μύλους. Το Τημένιον εμφανίζεται και στο χάρτη που συνοδεύει το έργο του E. Curtius, Peloponnesos, Γκότα (1852), μεταξύ των εκβολών του Ερασίνου και των Ινάχου – Χαράδρου.
Φτάνουμε στον 20ο αιώνα. Στο χάρτη της Αργολίδας, που δημοσιεύεται στη 2η έκδοση (1911) του Guide Joanne  το Τημένιον εμφανίζεται στην ενδοχώρα, αλλά με ερωτηματικό, σε ευθεία γραμμή προς Ν. της Δαλαμανάρας, ενώ κοντά στην Τίρυνθα μνημονεύεται και η Σήπεια [26]. Στην πρώτη έκδοση της εγκυκλοπαίδειας του Πυρσού, που αρχίζει να δημοσιεύεται από το τέλος της δεκαετίας του 1920, καταχωρείται χάρτης της Αργολίδας, που συντάχθηκε από τον Γ. Ζαγκάκη, «επί τη βάσει των χαρτών Α. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδου», όπου το Τημένιον εμφανίζεται στις εκβολές της Πάνιτσας (Χαράδρου) και του Ξεριά (Ινάχου). Τέλος, στον Guide Bleu του 1932 δημοσιεύεται με τις ίδιες ενδείξεις, όπως και στον GuideJoanne του 1911, χάρτης της Αργολίδας, όπου και πάλι το Τημένιον εμφανίζεται στην ίδια θέση και με ερωτηματικό. Ήταν η πιο συνετή και πραγματιστική άποψη, με βάση όσα εκθέσαμε μέχρις εδώ, ερμηνευόμενη από το ότι συντάκτης του Οδηγού για την Ελλάδα, του 1911, ήταν ο G. Fougères, Διευθυντής της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών και καθηγητής στη Σορβόννη.

Χάρτης της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσού», με βάση χάρτες των Αντ. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδη.
Χάρτης της εγκυκλοπαίδειας «Πυρσού», με βάση χάρτες των Αντ. Μηλιαράκη και Ν. Κοκκίδη.

Αναλύσεις, μαρτυρίες και ευρήματα κατά το 19ο αιώνα

Στην ενότητα αυτή θα αναφερθούμε σε αναλύσεις, σε μαρτυρίες και σε ευρήματα για την περιοχή του Τημενίου, κατά το 19ο αιώνα, προσπαθώντας, έτσι, να φτάσουμε σε πιο συγκεκριμένα στοιχεία, αλλά και επισημαίνοντας – το λέμε ευθύς εξαρχής – τη σύγχυση που διατρέχει ακόμη και τις αναφορές αυτές. Αρχίζουμε με τον αναπόφευκτο Pouqueville, ο οποίος στο έργο του Ταξίδι στο Μοριά, την Κωνσταντινούπολη και την Αλβανία, Παρίσι (1805), αναφέρει ότι: «Δεν φαίνεται πια τίποτε από το αρχαίο φρούριο (sicτου Τημενίου, που θα πρέπει να απείχε ένα τέταρτο της λεύγας από τον Ερασίνο αλλά στο ίδιο μέρος υπάρχει έλος, που μου είπαν ότι χρησιμοποιείται στην εξάτμιση του νερού για τις αλυκές (sic). Δεν σταματάμε να βλέπουμε ορυζώνες και χωράφια με άσπρες παπα­ρούνες» [27].
Είναι χαρακτηριστικό των όσων εκθέσαμε στην εισαγωγή ότι σε απομνημονεύματα ξένων αγωνιστών, που παρέμειναν για καιρό στην Ελλάδα, όπως του MaximeReybaud [28], και οι οποίοι περιέγραψαν με ακρίβεια τους τόπους που γνώρισαν, δεν βρίσκουμε καν μνεία του Τημενίου, ενώ δίδονται πολλές λεπτομέρειες για την τοπογραφία και την εικόνα που τότε παρουσίαζαν οι γειτο­νικοί Μύλοι. Η προσέγγιση του Barbie du Bocageμε την εικόνα που μας παρέχουν τα ανέκδοτα χειρό­γραφα του αρχείου του, τα οποία βρίσκονται στη Γενναδειο [29], παρουσιάζει ενδιαφέρον περισσό­τερο από επιστημολογική, παρά από καθαρά επιστημονική πλευρά, δηλαδή περισσότερο μάς ενη­μερώνει για το πώς ο ίδιος χρησιμοποίησε πληροφορίες των Fauvel και Foucherot, του 1780-1782, αλλά και του 1793 (δεύτερο ταξίδι του Fauvel), παρά μας διαφωτίζει για την τοπογραφία της περιο­χής κατά την εποχή εκείνη.
Μεταφέρουμε πληροφορίες του Fauvel, από εγγραφή του Σεπτεμβρίου 1793 στο χειρόγραφο του [30] : «(…) πέρα από το έλος της Αλκυόνης φαίνονται δεξιά, πάνω σ’ ένα βουνό, τα ερείπια του φρουρίου του Τημενίου, του οποίου απομένουν ακόμη κάποιοι πύργοι, μακρύτερα, αριστερά, στην άκρη της θάλασσας βρίσκεται άλλο έλος, που οι περισσότεροι σύγχρονοι περιηγητές ονομάζουν έλος της Λέρνης (…). Το φρούριο του Τημενίου βρισκόταν 50 σταδίους από το Ναύπλιο, σήμερα η διαδρομή αυτή γίνεται σε δύο ώρες με τα πόδια. Αφού περάσουμε το Τημένιον βρίσκουμε μικρό ποτάμι, που κάνει μύλους να γυρίζουν. Μύλη (σ.σ. στα ελληνικά, στο κείμενο) είναι το όνομα αυτού του τόπου. Ο ποταμός αυτός θα πρέπει να είναι ο Φρίξος».
Προφανώς ο Fauvel είδε τα ερείπια του φρουρίου των Μύλων και … τα ταύτισε με το ανύπαρκτο φρούριο του Τημενίου (στην ίδια σύγχυση θα περιέπεσε και ο Pouqueville) και θα πρέπει να αναφέρω ότι σε άλλο χειρόγραφο του, του 1809 [31], γράφει ότι «της Λέρνης δεσπόζει ένα οχυρό (fortin)», δίχως ν’ αναφέρεται, πλέον, στο Τημένιον. Στο έργο, πάντως, του Barbie du Bocage, Τοπογραφική και ιστορική περιγραφή της πεδιάδας του ‘Αργους και ενός τμήματος της Αργολίδας [32], έργο που δημοσιεύθηκε μετά θάνατον (1834) και αποτελεί δημοσίευση χειρογράφου του, υπάρχουν ακριβείς υπολογισμοί, με βάση την σε βάθος ανάλυση των αναφορών αρχαίων συγγραφέων και το υπόμνημα του Mentelle, προς τη γαλλική Ακαδημία – το οποίο δεν μπορέσαμε να συμβουλευθούμε -, υπολογισμοί που συναντούν το αμετάτρεπτο όριό τους, δηλαδή την ακριβή, επιτόπια έρευνα. Ο συγγραφέας, με συνείδηση προφανώς του ορίου αυτού, σημειώνει εύλογα, πάντως, ότι «θεωρώ πως αν γίνονταν ανασκαφές σε αυτό το μέρος της πεδιάδας, κάλλιστα θα μπορούσαν να βρεθούν κάποια θεμέλια».
Πολύ μεγαλύτερη σημασία, από τις πηγές που αναφέραμε μέχρις εδώ, έχει, νομίζω, το άγνωστο και ανέκδοτο χειρόγραφο του Auguste Lagarde, μέλους της «Brigade Topographique» της Επιστημονικής Αποστολής του 1829, και αγνώστων λοιπών στοιχείων [33], που περιέχει ακριβέστα­τους υπολογισμούς και φέρει τον τίτλο: Δρομολόγιο από το Ναυαρίνο στο Ναύπλιο, μέσω Αρκα­δίας (σ.σ. Κυπαρισσίας) Σιδηροκάστρου, Σινάνου (σ.σ. Μεγαλόπολης), Τριπολιτζάς, Μύλων – Μάιος 1829. Αφού σημειώσει ότι από τον Αχλαδόκαμπο στους Μύλους η απόσταση είναι, με άλογο, τρεις ώρες και 59 λεπτά, προχωρεί προς το Ναύπλιο από την παραλία και, αφού περάσει από τέσσερις γέφυρες, σημειώνει στη συνέχεια και κατά σειρά : «Άργος στα αριστερά, το μέρος όπου βρισκόμαστε και το Ναύπλιο βρίσκονται στην ίδια ευθεία. Βράχοι ή ερείπια σε περισσότερο νερό, μέσα στη θάλασσα, δεξιά. Μια γέφυρα. Μια γέφυρα. Μια γέφυρα. Μολυσματικά έλη. Η θάλασσα εισβάλλει στην παραλία».
Και μετά πλησιάζει στο Ναύπλιο. Στο τέλος του χειρογράφου του, στη στήλη «περιγραφικές λεπτομέρειες», ο Lagarde αναφέρεται στην οχύρωση του Ναυπλίου και γράφει ότι τα έλη καλύ­πτουν όλο το βάθος του Αργολικού κόλπου, από τους Μύλους μέχρι το Ναύπλιο. Ενώ στην τελευ­ταία σελίδα και σε ειδική στήλη, όπου αναγράφει αποστάσεις «που υπολογίστηκαν κατά προσέγ­γιση, σε χρόνο και σε μέτρα», αναφέρει την απόσταση Μύλων – Ναυπλίου, από την παραλία, σε δύο ώρες και 22 λεπτά καθώς και σε 8.142,26 μέτρα. Η μαρτυρία του Lagarde αποτελεί και τη μοναδική αναφορά, γνωστή μέχρι σήμερα, μέλους της Γαλλικής Επιστημονικής Αποστολής, για την περιοχή του Τημενίου. Ούτε στο δημοσιευμένο έργο της Αποστολής, ούτε σε έργα μελών της, όπως του Bory de Saint-Vincent[34], συναντούμε την παραμικρή άλλη μνεία.
Κλείνοντας την ενότητα αυτή, ας αναφέρουμε μαρτυρίες που συναντήσαμε στον τοπικό Τύπο. Στην εφημερίδα Ο Άργος, που εκδιδόταν στο Ναύπλιο, βρίσκουμε το 1845 την εξής είδηση [35]: «Προ ολίγων ημερών ανεκαλύφθησαν κατά τύχην εις εν τεμάχιον εθνικής γης κατά το Τημένιον δύω αρ­χαιότητες. Δεν ηδυνήθημεν να ίδωμεν τας αρχαιότητας ταύτας, διότι οι ευρόντες αυτάς τας απέκρυψαν, και μόλις χθες ο διοικητής Αργολίδος κατώρθωνε να παραλάβη την μιαν των αρχαιοτήτων τούτων, την οποίαν δεν ίδομεν ακόμη. Επληροφορήθημεν δε, ότι η αρχαιότης αυτή είναι ανάγλυφον παρασταίνον πέντε πρόσωπα, και φέρον επί της κεφαλίδος τας λέξεις Αριστόδημος ανέθηκε υφ’ έκαστον των τριών προσώπων ανά εν των εξής ονομάτων Μύσιος, Χρυσανθίς, Δαμάτηρ υπό τα δύω άλλα πρόσωπα δεν υπάρχει καμμία επιγραφή. Την δε άλλην αρχαιότητα, ο Διοικητής δεν κατώρθωσεν εισέτι να ανακάλυψη, άλλ’ ως επληροφορήθημεν αυτή είναι προτομή τις εστεμμένη, φέρουσα επί του βάθρου την επιγραφήν Ο δάμος ανέθηκε».
Το δημοσίευμα αυτό προκάλεσε ζωηρό ενδιαφέρον, και Ο Άργος επανέρχεται στο θέμα μετά λίγες μέρες, με μακροσκελέστατο άρθρο του [36], όπου δίδει μεγάλα αποσπάσματα αρχαίων συγγρα­φέων για την περιοχή της Λέρνας, αλλά τους προτάσσει το εξής σχόλιο:

«Η εύρεσις των δύω αρ­χαιοτήτων, περί ων εκάμομεν μνείαν εις το τελευταίον φύλλον μας, διήγειρε την περιέργειαν των φιλοκάλων Αργείων και Ναυπλιέων, και τίνες προτίθενται δι’αδείας της Διοικήσεως να επιχειρήσωσιν ανασκαφάς κατά την Λέρναν και το Τημένιον».

Η εφημερίδα σύντομα επανέρχεται στο θέμα [37], με το εξής νέο σχόλιο, που περιέχει και πολύ­τιμες πληροφορίες ως προς τις αρχαιότητες και την τύχη τους στην Αργολίδα, την εποχή εκείνη :

«Το υπουργείον των Εσωτερικών παρήγγειλε την ενταύθα διοίκησιν ίνα εναπόθεση τας εν Τημενίω ευρεθείσας αρχαιότητας παρά τω ενταύθα Γυμνασίω, όπου διέταξε να εναποτίθενται και όσα άλλα λείψανα της αρχαιότητος ευρεθώσιν, ή προσφερθώσι δωρεάν από φιλοκάλους.
Το μέτρον του υπουργείου περί συστάσεως Μουσείου αρχαιοτήτων εις Ναύπλιον είναι ωφελιμώτατον, και δεν αμφιβάλλομεν ότι, όσον ούπω θέλουν φιλοτιμηθή πολλοί να προσφέρωσι τας ανά χείρας των αρχαιότητας.
Εύκολον είναι και εις Άργος, και εις Κορινθίαν, να ευρεθώσι πολύτιμα λείψανα αρχαιο­τήτων, άλλ’ ο εν ισχύϊ Νόμος, όστις κηρύττει ιδιοκτησίαν του δημοσίου όλας τας υπό εθνικήν γην ευρισκομένας παρ’ οιονδήποτε αρχαιότητας, είναι ή μεγαλύτερα αιτία, δι’ ην οι χωρικοί οσάκις ανακαλύψωσί τι, ει μεν είναι ευμετακόμιστον, το πωλούσιν εις τους έξωθεν ερχομένους ξένους, ει δε είναι πολύ ογκώδες το καλύπτουσι, δια να μη γίνη γνωστόν εις τας αρχάς και δημευθή.
Αι περί αρχαιοτήτων διατάξεις του νόμου έχουσιν ανάγκην μεταρρυθμίσεως, και ο αρμόδιος υπουργός ήθελε πράξει έργον ωφέλιμον, εάν υπέβαλλε νέον περί των αρχαιοτήτων νομοσχέδιον, επιστηριζόμενον εις βάσεις λογικωτέρας και εθνωφελεστέρας.
Ο περί αρχαιοτήτων Νόμος της Ρώμης δύναται να χειραγωγήση τους συντάκτας του νέου νομοσχεδίου.
Θέλομεν εκάστοτε δημοσιεύει προθύμως τα ονόματα εκείνων, οίτινες ήθελον ευαρεστηθή να πλουτίσωσι το μουσείον της Ναυπλίας, συνεισφέροντες τας εις χείρας των υπάρχουσας αρχαιό­τητας».

Δεν περνούν πολλές μέρες και Ο Άργος δημοσιεύει άρθρο («διατριβήν») [38], υπογραφόμενο από τον Α. Βλάσση, μέλος, όπως ο ίδιος γράφει, της Αρχαιολογικής Εταιρείας, που αναφέρεται με μεγα­λύτερη, προφανώς, ακρίβεια στα ευρήματα του Τημενίου, τα οποία είχαν ήδη ασφαλισθεί στο Γυμνάσιο Ναυπλίου, τότε Μουσείο του Νομού. Πρόκειται, ίσως, για το σύνολο των ευρημάτων, αν και ο Βλάσσης δεν μνημονεύει επιγραφή ως προς την ανδρική προτομή. Κατά τον συγγραφέα, λοιπόν, του άρθρου είχαν βρεθεί:
«Α. Κεφαλή λίθου ανδρός τίνος, συντετριμμένον έχουσα τον τράχηλον.
Β. Βάθρον εκ του αυτού λίθου, εφ’ ω ίστατο η προτομή αύτη.
Γ. Εικών επίσης λίθου, παριστώσα εν αναγλύφω, ως ανέγνωμεν, εν ενί εκάστω των τριών προσώπων.
ΤΟΝ ΜΥΣΙΟΝ
ΤΗΝ ΧΡΥΣΑΝΘΙΔΑ (παρά δε αυτήν δύω εικόνες παίδων) ΤΗΝ ΔΗΜΗΤΡΑ (παρ’ αυτήν θρόνος).
Άνωθεν δε της εικόνος ανέγνωμεν ΑΡΙΣΤΟΔΑΜΟΣ ΑΝΕΘΗΚΕΝ».
Και ο Βλάσσης διατυπώνει την εύλογη ερμηνεία ότι το ανάγλυφο παρίστανε τον Μύσιο, τη σύζυγο και τα παιδιά του, υποδεχόμενους την Δήμητρα όταν εκείνη έφτασε για πρώτη φορά στην Αργολίδα και το συνδέει με τη γιορτή της Δήμητρας που τελούσαν στη Λέρνη, όπως και με τις πλη­ροφορίες των αρχαίων συγγραφέων για τον τάφο του Τημένου και για τον ίδιο.
Τέλος, με επιφύλαξη διατυπώνει και την υπόθεση ότι το ανάγλυφο είχε αφιερωθεί από τον Αριστόδημο, αδελφό του Τημένου και του Κρεσφόντη, ή από τα παιδιά του. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι τόσο στην αρχή, όσο και στο τέλος του άρθρου του, προτρέπει την Αρχαιολογική Εταιρεία να επιχειρήσει έστω και μικρή ανασκαφή στην περιοχή όπου βρέθηκαν οι αρχαιότητες, ενώ η σύνταξη της εφημερίδας γρά­φει ότι δεν εκφράζει καμία κρίση ως προς τα αναγραφόμενα, προφανώς επειδή συμφωνεί μαζί του.
Με τις μαρτυρίες αυτές κλείνουμε την παρούσα ενότητα αλλά, όπως θα δούμε στην επόμενη, συμπληρωματικά στοιχεία για άλλα ίχνη κτιρίων παραθέτει ο I. Κοφινιώτης, που σχεδόν μόνον αυτός ασχολήθηκε με την τοπογραφία της περιοχής στο τέλος του 19ου αιώνα.

Οι νεότεροι συγγραφείς

Από τους νεότερους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την τοπογραφία της περιοχής, ο Αντ. Μηλιαράκης [39], στηριζόμενος και στις πληροφορίες των αρχαίων συγγραφέων, γράφει για τα ιερά που υπήρχαν εκεί, για τα τείχη και την κατεδάφισή τους, προσθέτοντας ότι «τούτο ήτο αποβάθρα θαλασσία της των Αργείων πόλεως», ότι «κείται εν τω δήμω Άργους» και ότι (Στράβων) «την θέσιν του Τημενίου ορίζουσι παρά την παραλίαν, αμέσως προς μεσημβρίαν της πόλεως Άργους». Και προσθέτει ότι «περί το Τημένιον και πλησίον της Τίρυνθος εκείτο η Σηπεία, ένθα υπήρχεν ιερόν άλσος του Άργους».
Στο έργο του, που δημοσιεύεται έξι χρόνια αργότερα [40], ο I. Κοφινιώτηςαφιερώνει εκτενές μέρος του κεφαλαίου του στις πόλεις «περί το Άργος» και στο Τημένιο, αξιοποιώντας τους αρ­χαίους συγγραφείς αλλά και αναφέροντας τα εξής σημαντικά στοιχεία από την τοπογραφία της εποχής του: «Την θέσιν του Τημενίου ορίζουσι σήμερον παρά την παραλίαν αμέσως προς Μεσημ­βρίαν της πόλεως Άργους, εκεί δηλ. ένθα είνε η γέφυρα και το μαγαζείον του Μπάρμπα – Γιάννη, αν και το Τημένιον απέχει του μεν Άργους είκοσι και εξ σταδίους, της δε Ναυπλίας πεντήκοντα. Παρά την θέσιν ταύτην ευρίσκει τις εσκορπισμένα συντρίμματα κεράμων, αγγείων, παρά την ακτήν δε θεμέλια εκ μεγάλων λίθων τετραγώνων, άτινα δηλούσιν ότι ενταύθα ήτο η θαλάσσια αποβάθρα και ο λιμήν των Αργείων. Διευθυνόμενοι εντεύθεν εις το Άργος συναντώμεν λείψανα των μακρών τειχών (…) Πορευόμενός τις από του Τημενίου προς τους Μύλους κατά την ακτήν συναντά παχύτατον ψηφιδωτόν έδαφος προχωρούν εις την θάλασσαν, όπερ είναι τόσω στερεάς εργασίας, ώστε παρέχει αντίστασιν εις την σταθεράν κίνησιν των κυμάτων. Μεταξύ του Τημενίου και της Τιρύνθου έκειτο η Σήπεια (ως εκ του ονόματος φαίνεται, ότι ήτο υγρά και τελματώδης κατοι­κία) (…). Προχωρούντες εκ του Τημενίου προς την Λέρνην, μεταξύ της θαλάσσης και της αμαξιτής οδού ευρίσκομεν τον περίφημον κήπον Αγά τινος, ανήκοντα σήμερον εις τον κ. Κωνσταντίνον Μπελάλη. Περιηγούμενος τω 1812 μ.Χ. ο Chateaubriand είδεν εντός του κήπου τούτου λεύκας αναμεμι­γμένος μετά κυπαρίσσων, άφθονα εσπεριδοειδή δένδρα, μηλέας και συκάς εκ Λομβαρδίας».
Από την εποχή εκείνη μέχρι εντελώς πρόσφατα το Τημένιον δεν φαίνεται να απασχόλησε ιστορικούς ή ερευνητές. Αξίζει, όμως, ν’ αναφερθούμε σε δύο νεότατους συγγραφείς και στις από­ψεις που εκφράζουν σχετικά με το θέμα, δίχως να έχουν, όμως, προβεί σε ιδιαίτερες και νέες έρευνες. Ο Ν. Παπαχατζής, αναφερόμενος στο Τημένιον, μέσα από τη μνημειώδη έκδοσή του του Παυσανία, γράφει [41]: «Το Τημένιο βρισκόταν στην ακροθαλασσιά, μεταξύ των εκβολών του Ερασίνου και του Ινάχου, κοντά στη Νέα Κίο και στον εκεί αραιό συνοικισμό, στον οποίο τελευταία (sic) δόθηκε το όνομα Τημένιο. Άλλοτε στην ακροθαλασσιά υπήρχαν αρχαίοι οικοδομικοί λίθοι. Σήμερα η θάλασσα, σε μεγάλη απόσταση από τη γραμμή της παραλίας, είναι αβαθής και φαίνεται πως έχει κατακλύσει την περιοχή του ιερού. Σ’ απόσταση 60-65 μέτρων από τη σημερινή ακτή φαί­νονται, σε πολύ αβαθή νερά, ίχνη μώλων. Επειδή το Τημένιο ήταν η πλησιέστερη στο ‘Αργος παρα­λιακή θέση, τα μακρά τείχη θα χτίζονταν μεταξύ ‘Αργους και Τημενίου».
Αν και ο Παπαχατζής γράφει ότι οι οικοδομικοί λίθοι υπήρχαν άλλοτε στην παραλία, δημοσιεύει φωτογραφία όπου, όπως σημειώνει, «διακρίνονται κατάλοιπα λιμενικών εγκαταστάσεων». Στο Τημένιο αναφέρεται και ο Emilio Peruzzi, στο έργο του για τους Μυκηναίους [42], αναφερό­μενος στα δύο λιμάνια του ‘Αργους (Τημένιον-Ναύπλιον) και αναπαράγοντας απλώς το απόσπασμα του Στράβωνα.

Πληροφορίες, υπολείμματα και ευρήματα σήμερα

Είχα αρχίσει να συγκεντρώνω τα πρώτα στοιχεία για την παρούσα μελέτη, όταν κάτοικος της περιοχής Νέας Κίου, ο Παν. Ζαφείρης, με συνάντησε σε επιτόπια επίσκεψή μου και επέστησε την προσοχή μου σε ορισμένα ευρήματα και υπολείμματα κτιρίων, προς την ενδοχώρα και σε άμεση ευθεία από τους ογκολίθους που εξακολουθούν να φαίνονται σε αβαθή νερά της παραλίας, ανατο­λικά του «Πελαργού». Πρόκειται για την περιοχή που ακόμα και σήμερα ονομάζεται «Σερεμέτι», ονομασία που συναντάμε ακόμα και στους χρόνους του Καποδίστρια. Νέα επίσκεψή μου – που επανέλαβα μετά ένα χρόνο, με τον τέως Γεν. Γραμματέα της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Ρ. Aupert, οπότε και έγιναν ακριβέστερες φωτογραφήσεις (τρεις από τις φωτογραφίες δημοσιεύ­ουμε εδώ) – έγινε στις 14-10-1982, σε θέση που απέχει γύρω στα 1.500 μ. από τη θά­λασσα και περίπου 300 από την κοίτη Ινάχου.
Ό,τι απομένει από τον «Πύργο του Νικηταρά».
Ό,τι απομένει από τον «Πύργο του Νικηταρά».
Στη θέση αυτή υπήρχε παλαιός ναός, του «Αγιαννάκου», που κατά την παράδοση είχε οικοδομηθεί από τον αγωνιστή Νικήτα Σταματελόπουλο(«Νικηταρά τον Τουρκοφάγο»), μετά το θάνατο του Καποδίστρια και προς τιμήν του. Ο Νικηταράς κατείχε μεγάλη έκταση στο Σερεμέτι [43] και έκτισε και κατοικία («πύργος του Νικηταρά»), που μεγάλο μέρος της σωζόταν μέχρι τη δεκαετία του 1950 και σήμερα απομένει τμήμα των εξωτερικών τοίχων, σε κτηματική έκταση ιδιοκτησίας Π. Ε. Μπόμπου. Για το κτίριο αυτό, όπως για το σπίτι του Θ. Κολοκοτρώνη (στα «Κολοκοτρωνέϊκα», έκταση που ανήκει σε απογόνους της οικογένειάς του, και βρίσκεται εκατέρωθεν του δρόμου Άργους – Ναυπλίου, κοντά στη διασταύρωση του παρακαμπτηρίου προς Λάλουκα), αλλά και για το σπίτι του Μιαούλη (πέτρινης κατασκευής, αριστερά του δρόμου προς Ναύπλιο και πριν περάσουμε τα πρώτα σπίτια της πόλης, σήμερα ιδιοκτησίας χήρας Χιλέλη), δεν είχε και δεν έχει ληφθεί καμία πρόνοια από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες.
Βάθρο έξω από τη νέα εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, στο Σερεμέτι.
Βάθρο έξω από τη νέα εκκλησία του Αγ. Ιωάννη, στο Σερεμέτι.
Ο παλαιός ναός κατεδαφίστηκε το 1980, στη θέση του οικοδομήθηκε άλλος (του τύπου «μικρός, περικαλλής, νεοπαραδοσιακός»), αποκαλύφθηκαν αρχαία μέλη, που είχαν χρησιμοποιηθεί προφανώς ως οικοδομική ύλη στον παλαιό ναό, πολλά σκεπάστηκαν από τα νέα μπάζα, ενώ βρήκαμε πλακωμένο και φωτογραφήσαμε βάθρο με ίχνη επιγραφής. Σε διπλανή ιδιοκτη­σία, εντοπίσαμε πολλά όστρακα, και υπολείμματα τάφου ή ναού Βυζαντινής εποχής, που φωτο­γραφήσαμε επίσης. Κατά τον P. Aupert, το βάθρο ανάγεται στη Ρωμαϊκή εποχή. Ο Π. Ζαφείρης μου υπέδειξε και αλλού αρχαιολογικά μέλη και μου ενεχείρισε φωτοτυπίες τριών εγγράφων εσωτερικής αλληλογραφίας υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού τα οποία είχαν συνταχθεί μετά από ενέργειές του, τόσο για έρευνες στην περιοχή όσο και για παράδοση των αρχαιολογικών μελών που κατείχε ο ίδιος, και είχαν κοινοποιηθεί και στον ίδιο. Κατά τις βεβαιώσεις του, στις αρχές του 1989, τίποτε δεν είχε προχωρήσει μέχρι τότε.
 Τέλος, παρουσιάζονται ευρήματα από διάνοιξη θεμελίων για οικοδόμηση παραθεριστικής κατοικίας πολύ κοντά στη θάλασσα, στο σημερινό οικισμό του Τημενίου.
Θα πρέπει να σημειώσω, επίσης, ότι κατά τη μαρτυρία του αργείου φιλάρχαιου Αρίσταρχου Τσακόπουλου, γιου του γνωστού ιστοριοδίφη Τάσου Τσακόπουλου, τόσο ο πατέρας του, από τις αρχές του αιώνα όπως βεβαίωνε, όσο προ ετών και ο ίδιος, στους σωζόμενους ογκολίθους κοντά στον «Πελαργό» εντόπιζαν μεγάλους σιδερένιους κρίκους, του τύπου που τοποθετούνται σε προκυμαίες λιμανιών, για δέσιμο πλοιαρίων και μικρών πλοίων. Εξάλλου, έθεσα υπόψη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής τα παραπάνω στοιχεία, επισκεφθήκαμε τη Νέα Κίο και την παραλία της με τον Albert Hesse, που είχε έρθει στο Άργος για τοπογραφική έρευνα, με ηλεκτρονικές μεθόδους και με στόχο τον εντοπισμό των τειχών της αρχαίας πόλης, αλλά δεν στάθηκε δυνατό να προχωρήσει πρόγραμμα για ανάλογο εντοπισμό θεμελίων κτιρίων στην περιοχή του Τημενίου. Κατά τη γνώμη του Χαρ. Κριτζά, με τον οποίο επισκεφθήκαμε την παραλία του Τημενίου το φθι­νόπωρο του 1985, η φωτογράφηση από αερόστατο, όπως εκείνη στην οποία είχε συμμετάσχει προ ετών για την Παλαιά Επίδαυρο, θα έλυνε ίσως κάποια προβλήματα, τουλάχιστον ως προς τα υπο­λείμματα που βρίσκονται στα αβαθή νερά, κοντά στον «Πελαργό».

Τμήμα των μακρών τειχών του Άργους (;), κατά τη διάνοιξη επίγειας αρδευτικής σήραγγας. Φωτογραφία του «ευρήματος του Αναβάλου», όταν είχε προχωρήσει η αρχική φάση των ανασκαφών. Ευγενική παραχώρηση της Δ' Εφορείας.
Τμήμα των μακρών τειχών του Άργους (;), κατά τη διάνοιξη επίγειας αρδευτικής σήραγγας. Φωτογραφία του «ευρήματος του Αναβάλου», όταν είχε προχωρήσει η αρχική φάση των ανασκαφών. Ευγενική παραχώρηση της Δ’ Εφορείας.

Κλείνοντας την ενότητα αυτή, είναι ανάγκη να επισημάνω δύο εντελώς πρόσφατα γεγονότα που δημιουργούν άμεσους κινδύνους για ενδεχόμενες σύγχρονες και συστηματικές έρευνες με σκοπό τον οργανωμένον εντοπισμό αρχαίας υποδομής στην ευρύτερη περιοχή του Τημενίου δηλαδή από Κιόσκι μέχρι το τέλος των ορίων του σημερινού οικισμού Τημένιον. Πρόκειται για την επέκταση της αυθαίρετης δόμησης, δεύτερης και τρίτης κατοικίας, στην περιοχή του δεύτερου, που πήρε τέτοιες διαστάσεις ώστε ο τοπικός τύπος να φθάσει να την καταγγέλλει, σημειώνοντας και τις ανοχές των Αρχών, ήδη από το φθινόπωρο του 1989 αλλά και για το «σχέδιο», που φαίνεται να προωθείται σήμερα, για μπάζωμα της παραλίας, εμπρός από τον οικισμό του Τημενίου, σε από στάση μερικών δεκάδων μέτρων, σε συνδυασμό με τη δημιουργία νέου δρόμου, ο οποίος θα οδηγεί μεσόγεια από τη Νέα Κίο στους Μύλους, περνώντας μέσα από τον τελευταίο υγροβιότοπο που απέ μείνε σ’ όλη την περιοχή των επαρχιών Άργους και Ναυπλίου, τον γνωστό με το όνομα «Βάλτος» η «Ρουμάνι». Και στην περίπτωση αυτή παρατηρείται η ίδια ανοχή των κρατικών αρχών.

Συμπεράσματα

Τόσο από τις μαρτυρίες και αναφορές των αρχαίων συγγραφέων, όσο και από νεότερες μαρτυ­ρίες και αναλύσεις, συνδυασμένες και με ευρήματα ή υπολείμματα στην ευρύτερη περιοχή του Τημενίου, κύριες λιμενικές εγκαταστάσεις θα πρέπει να βρίσκονταν ανατολικά των εκβολών των ποταμών Ινάχου (Ξεριά) και Χαράδρου (Πάνιτσας), κοντά στο σημερινό εργοστάσιο «Πελαργός» και στη θέση «Κιόσκι», όπου και σήμερα εντοπίζονται υπολείμματα αποβάθρας (;). Όμως, ολόκληρη η περιοχή της παραλιακής ζώνης, από Κιόσκι μέχρι σχεδόν και τα όρια των Μύλων, περικλείει στοιχεία που δείχνουν θέσεις οικοδομημάτων ή μνημείων. Αλλά και στην άμεση ενδοχώρα (περιοχή Σερεμέτι), υπάρχουν απτότατες μαρτυρίες για ύπαρξη δόμησης της αρχαίας και ρωμαϊκής εποχής, αλλά και της εποχής της τουρκοκρατίας και μετέπειτα.
Η παντελής έλλειψη οργανωμένης αρχαιολογικής έρευνας, σήμερα αλλά και κατά τον 19ο αιώνα, όχι μόνον επέτρεψε την εξαφάνιση σημαντικών υπολειμμάτων της αρχαίας εποχής και οικοδομημάτων της νεότερης, αλλά υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρήσουμε ότι και σήμερα εκ των πραγμάτων επιτρέπει τη συνέχιση καταστροφών και «εξαλείψεων» στοιχείων και άλλων υπολειμ­μάτων. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχουν, πλέον, πολλά χρονικά περιθώρια για αναβολές, αν θέλουμε να προλάβουμε τη «ροή των πραγμάτων». Από καθαρά οικονομική πλευρά, η οποία προβάλλεται φορτικά και, ίσως, όχι εντελώς άτοπα στις μέρες μας, η χρηματοδότηση μιας σύγχρονης και πολύ­πλευρης επιστημονικής έρευνας στην περιοχή είναι πολύ πιθανό ότι θα συνέβαλλε στη δημιουργία ενός «νέου προσώπου» για την ίδια τη Νέα Κίο και για την Αργολίδα γενικότερα, με συναφή προ­σέλκυση πολλαπλών επισκεπτών εκεί. Ο συγγραφέας της παρούσας μελέτης είναι γνώστης της κατάστασης στην οποία έχει περιέλθει το (μη) σύστημα προστασίας της πολιτισμικής κληρονομιάς του τόπου μας. Μολοντούτο, θεωρεί ότι δεν είναι εντελώς μάταιη η προηγούμενη υπόμνηση και επίκληση…

Υποσημειώσεις



[1] 484 – 410 π.Χ. Οι χρονολογήσεις για τους πέντε αρχαίους συγγραφείς είναι από το Λεξικό Ελευθερουδάκη. Οι υπογραμμίσεις στα κείμενά τους, δικές μας.
[2] Ηρόδοτος, VI 77.
[3] 470 – 494 π.Χ.
[4] Θουκυδίδης, V 82, 5-83, 1-2.
[5] 67 π.Χ.-23 μ.Χ.
[6] Στράβων, VIII 6, 2.
[7] 46-127 μ.Χ.
[8] Πλούταρχος, Αλκιβ. 15, 1-6.
[9] Περιηγήθηκε και έγραψε μεταξύ 150 και 180 μ.Χ.
[10] Παυσανίας, II 36, 6-7 και 38, 1-4.
[11] Βρίσκεται και στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, Τοπογραφία, φ. 47.
[12] Ό.π.
[13] Ο χάρτης φέρει τις ενδείξεις Carte de l’Archipel, présentée à Monseigneur le Comte de Maurepas par le Sr. Gro­gnard, pilote entretenu au Département de Toulon-1745, τρίτο φύλλο, Archives Nationales, NN 147, 29.
[14] Ο χάρτης φέρει την ένδειξη Graecia vêtus, έτος, το όνομα του σχεδιαστή, δίχως μνεία τόπου εκτύπωσης, βρί­σκεται και στη Γεννάδειο, G.T. 230.
[15] Ο χάρτης φέρει την ένδειξη Graeciae antiquae specimen geographicus, έτος, το όνομα του σχεδιαστή και «Louvre», ό.π.
[16] M. G. F. Α. de Choiseul – Gouffier, Voyage pittoresque de la Grèce I. H δημοσίευση του πρώτου μέρους του δεύτερου τόμου έγινε πολύ αργότερα, το 1809.
[17] Η Αργολίδα, η Επιδαυρία, η Τροιζηνία, η Ερμιονίδα, η νήσος Αίγινα και η Κυνουρία – για το Ταξίδι του νέου Ανάχαρση, χαρακτικό του P. F. Tardieu και σχεδίαση από τον L. Aubert. Βρίσκεται και στη Γεννάδειο, Τοπογραφία, φ. 47.
[18] Ό.π.
[19] Μετάφραση στα αγγλικά του έργου του, Travels in Greece and Turkey,Λονδίνο (1801). Ο χάρτης μεταξύ της Εισαγωγής και της σ. 1.
[20] J. L. S. Bartholdy,Voyage en Grèce II, Παρίσι (1807).
[21] Βρίσκεται και στη Γεννάδειο, G.T. 237.5.
[22] Ό.π. (σημ. 21), G.T. 222.
[23] Service Historique de l’Armée de Terre (στο εξής, S.H.A.T.), 4.10.C/65.
[24] Ό.π. (σημ. 21), G.T. 222.
[25] Ό.π. (σημ. 24).
[26] Η 2η έκδοση φέρει την ένδειξη «αναθεωρημένη και διορθωμένη». Βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.
[27] Σ. 500 της πρωτότυπης γαλλικής έκδοσης, απ’ όπου και η μετάφρασή μου. Αντίτυπό της βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.
[28] M. Reybaud, Mémoires de la Grèce II, Παρίσι (1825), για τη Λέρνη και την περιοχή της, αναφορές στις σ. 12-15.
[29] Τα χειρόγραφα αυτά αγοράστηκαν το 1889 από τον Γεννάδειο και φέρουν τον κωδικό αριθμό βιβλιοθήκης MSS 124-147. Ημιτελής βιογραφία του L. F. S. Fauvel από τον Ph.-E. Legrand δημοσιεύθηκε στη RA (1897), σ. 41-66, 185-201, 385-404. Εκεί και πληροφορίες για τον Foucherot. Για το πρώτο ταξίδι του Fauvel στην Ελλάδα, βλ. τη μελέτη του C. G. Lowe, Hesperia 5 (1936), σ. 206-224. Η μελέτη αυτή περιέχει το κείμενο του πρώτου τετραδίου του χειρογρά­φου του Fauvel, το οποίο μαζί με το δεύτερο βρίσκεται στα χφ. του Barbie du Bocage, ό.π.,αρ. 133. Βιογραφία του τελευ­ταίου βλ. στο Grand Larousse Encyclopédique του 1960 : γεννήθηκε στο Παρίσι το 1760, όπου και πέθανε το 1825. Μαθη­τής του d’Anville (το 1777), διορίστηκε στο γεωγραφικό τμήμα της βιβλιοθήκης του Βασιλιά (1792), έγινε προϊστάμενος κτηματολογίου στο Υπουργείο των Εσωτερικών (1797) και καθηγητής στη Faculté des Lettres του Παρισιού, το 1809 (κοσμήτορας της το 1815). Έγραψε έργα γεωγραφίας και συνέταξε και Άτλαντα για την αρχαία ιστορία.
[30] Δεύτερο τετράδιο του Fauvel, υπογραμμένο από τον ίδιο, με τη χρονολογική ένδειξη «Le 5 Vendémiaire de l’An II» (που αντιστοιχεί στις 26, 27 ή 28 Σεπτεμβρίου 1793) και απευθυνόμενο «στον πολίτη Monges, Πρόεδρο της Ακαδημίας». Το χφ. φέρει την επισημείωση «Δεύτερο ταξίδι του κ. Φωβέλ». Το απόσπασμα που μεταφράζω είναι από τη σ. 7. Γεννάδειος, MSS 133.
[31] Το χφ. φέρει τη χρονολογία «8 Germinal An IO» (1809), το απόσπασμα που μεταφράζω είναι στην πίσω σελίδα του φύλλου αρ. 33. Γεννάδειος, MSS 134.
[32] Το βιβλίο τυπώθηκε στο βασιλικό τυπογραφείο του Παρισιού και βρίσκεται και στη βιβλιοθήκη της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής Αθηνών.
[33] S.H.A.T., MR. 1628. Το χφ. αποτελείται από 34 σελίδες και κάθε σελίδα είναι χωρισμένη σε επτά στήλες, από τις οποίες κάθε μία και με τη σειρά περιέχει ονόματα τόπων, αποστάσεις μεταξύ σημαντικών σημείων, προσδιορισμό των σημαντικών σημείων (απ’ όπου και το απόσμασμα που παραθέτουμε, στη σ. 33), μήκος δρόμων, πλάτος δρόμων, περι­γραφικές λεπτομέρειες και γενικές παρατηρήσεις. Το όνομα του Lagarde δεν περιλαμβάνεται σε δημοσιευμένους κατα­λόγους, όπως από τον Μ. Α. Duheaume, των μελών, ανωτέρων και κατωτέρων, του Γενικού Επιτελείου του γαλλικού Εκστρατευτικού Σώματος στο Μοριά, στο οποίο ανήκε και η Brigade Topographique.
[34] J.-B. Bory de Saint-Vincent, Relation du voyage de la Mission scientifique de Morée I, Παρίσι – Στρασβούργο (1837-1838).
[35] Τυπογραφείο του πρωτοπόρου της τυπογραφίας στην Αργολίδα, Κυδωνιέα Κ. Τόμπρα (τότε συνεταίρου με τον Κ. Ιωαννίδη), συντάκτης του ο Αθαν. Μπαρκουκόπουλος, φύλλο της 12-1-1845.
[36] Φύλλο της 26-1-1845.
[37] Φύλλο της 9-2-1845.
[38] Φύλλο της 3-3-1845, με συντάκτη τον Κ. Δ. Καρόπουλο. Το άρθρο του Α. Βλάσση δημοσιεύεται με τον τίτλο «Αρχαιολογικά» και φέρει την ένδειξη, στο τέλος, «Εν Ναυπλίω τη 28 Φεβρουαρίου 1845».
[39] Α. Μηλιαράκης, Γεωγραφία πολιτική, νέα και αρχαία, του Νομού Αργολίδος και Κορινθίας, μετά γεωγραφικού πίνακος τον Νομού, Αθήναι (1886), σ. 45.
[40] I. Κ. Κοφινιώτης, Ιστορία του Άργους, μετ’ εικόνων, από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρις ημών, Αθήναι (1892). Ο Κοφινιώτης τελικά δεν δημοσίευσε παρά έναν τόμο, με την ιστορία του αρχαίου Άργους. Στον αθηναϊκό Τύπο είχαν καταχωρηθεί ολοσέλιδες διαφημίσεις, για αναγγελία της έκδοσης του τόμου με την ιστορία του ‘Αργους των μετέ­πειτα χρόνων. Ο τόμος αυτός δεν δημοσιεύθηκε ποτέ και δεν γνωρίζω που μπορεί να βρίσκονται σήμερα τα σχετικά χει­ρόγραφα, αν υπάρχουν ακόμη.
[41] Παπαχατζής 1976. Το απόσπασμα από τη σ. 294, σημ. 1 – όπου και η φωτογραφία με αρ. 327.
[42] E. Peruzzi, Mycenaeans in Early Latium, Ρώμη (1980).
[43] Πολύ σημαντικό για το θέμα αυτό είναι έγγραφο του Εκτάκτου Επιτρόπου Αργολίδας Κωνστ. Ράδου, με αρ. 4331 και ημερομηνία 18-12-1829 (Γενικά Αρχεία του Κράτους, Καποδιστριακό αρχείο, Γραμματεία Στρατιωτικών και Ναυτικών, φ. 6), το οποίο απευθυνόταν στη Γραμματεία αυτή και αφορούσε πληροφορίες που εκείνη, με το έγγραφο της αρ. 334, του είχε ζητήσει για ορισμένα «εθνικά λειβάδια» του Άργους. Ο Ράδος γράφει σχετικά: Εν υπάρχει από το Κιόσκι μέχρι του Τρικαλύτη, εκτάσεως στρεμμάτων ως έγγιστα πεντακοσίων, και άλλο είναι κατά το Σερεμέτι, το οποίον είναι υπό την εξουσίαν του Στρατηγού Νικήτα, εκτάσεως στρεμμάτων και τούτο ως έγγιστα πεντακοσίων. Το χόρτον ωριμάζει πρωϊμότερα εις το Σερεμέτι, το όποιον είναι υπό την εξουσίαν του Στρατηγού Νικήτα. Το άλλον είναι ελεύθερον, και συμφέρει να διορισθώσι επιστάται εις την φύλαξίν του». Και ο Ράδος συνεχίζει με αναφορά σε άλλα 1400 στρέμματα εθνικής γης κοντά στο Ναύπλιο, που παρέμεναν και αυτά αφύλακτα. Για τον Νικηταρά και το Σερεμέτι έχουμε εντοπίσει και άλλα έγγραφα που σκοπεύουμε να δημοσιεύ­σουμε μελλοντικά. Σημειώνουμε εδώ, σε σχέση και με όσα αναφέραμε στις τρεις τελευταίες ενότητες της μελέτης μας, ότι καταπατήσεις και αυθαίρετες καλλιέργειες εθνικών γαιών γίνονταν σε όλη τη διάρκεια της οθωνικής εποχής, ακόμα και γύρω από το Ιπποφορβείο, όπως ρητά αναφέρεται σε έγγραφα και σε χάρτες των χρόνων εκείνων.


«Άργος και Αργολίδα. Τοπογραφία και Πολεοδομία». Πρακτικά διεθνούς συνεδρίου,  28/4 – 1/5/1990. Γαλλική Σχολή Αθηνών, Αθήνα, 1998.