Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 2015

Ο Άνθιμος ανακάλυψε τη θεότητα του καλοκαιριού στην Αργολίδα.


Πήγαμε στην Επίδαυρο. Στο δρόμο αγοράσαμε ροδάκινα για το σπίτι, όπως κάναμε παλιά με την κυρία Ροζίτα. Πήγαμε ψηλά να καθίσουμε, στις πάνω θέσεις, να φυσάει και να φαίνεται το δάσος πιο καλά. Ψάχναμε με το μάτι για γνωστούς μας –καλά όχι εγώ, μη φανταστείς, με τη νυκταλωπία τους βλέπω όλους σαν φιγούρες του Ιερώνυμου Μπος– αλλά δεν ξεχωρίζαμε και κανέναν, όλοι άσπρα. Μετά αναρωτιόμασταν αν έχει τίποτα ποντίκια εδώ γύρω. Πάντα περνάει αυτή η σκέψη από το μυαλό, το σκέφτεσαι να τρέχει ανάμεσα στα πόδια των θεατών και να γίνεται η παράσταση χάος από τα ουρλιαχτά. Αργότερα είδαμε έναν στο κοινό να παίζει με το κινητό του. Φώτιζε μέσα στο σκοτάδι σαν πνεύμα.
Ο Άνθιμος ανακάλυψε τη θεότητα του καλοκαιριού στην Αργολίδα. Ο ήλιος είχε αρχίσει να γέρνει, λέει, και όλα τα έκανε να φαίνονται λίγο πιο πορτοκαλί. Άφιλτρη στο ίνσταγκραμ: η Μις Καλοκαίρι, ξεχασμένη και χαλαρωμένη από το σφίξιμο της πλαζ, αφού αυτή έχει αρχίσει να αδειάζει, δροσίζει τη βόλτα της στην άκρη του νερού, βλέποντας τις σκέψεις της, αθώες κάθε ενοχής, να χάνονται με το φλοίσβο –κάθε βήμα και πιο πέρα στο κυματάκι– πίσω από λευκά γυαλιά πούλμαν, ξεκούραστα από τον πόνο του φωτός και των άλλων βλεμμάτων. Στο κεφάλι της το στέμμα, μια θημωνιά από μουσελίνα, η τέλεια ανάφλεξη των πλάγιων ακτινών του ήλιου, απογειώνοντας όσα κρύβει εκεί μέσα. Σκέψεις, ένα κουτί τσιγάρα, κάποιο κλάμερ, έναν τζόκερ για μπιρίμπα, μία φωτογραφία της Έρικα Μπαντού, ένα περίστροφο, ένα τάπερ, μία υδατική, το τσιουάουα. Κι από κάτω ρέουν τα κανελί εξτένσιονς, παιδιά ενός θαυμάσιου θέρους.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ  ΑΠΟ  

Σκηνές από ένα καλοκαίρι