Παρασκευή 24 Απριλίου 2015

ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΖΕΡΒΑ - Περί δημοψηφίσματος ο λόγος.


Περί δημοψηφίσματος ο λόγος.
Σύμφωνα με το Συνταγματικό μας Χάρτη (άρθρο 44 παρ.2) σε δύο (2) -και μόνο- περιπτώσεις προβλέπεται η διενέργεια δημοψηφίσματος. Είτε α. ύστερα από πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και απόφαση του Κοινοβουλίου για κρίσιμα εθνικά θέματα, είτε β. από πρόταση συγκεκριμένου αριθμού βουλευτών (120 και
πάνω) και απόφαση της διευρυμένης πλειοψηφίας της Βουλής (3/5, ήτοι 180 βουλευτές) για ένα σοβαρό κοινωνικό ζήτημα, εξαιρουμένων όμως των δημοσιονομικών. Στη χώρα μας, το τελευταίο δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε το Δεκέμβρη του 1974 και σχετιζόταν με τη μορφή του πολιτεύματος. Έπειτα όμως από σαράντα (40) και πλέον χρόνια, ο συγκεκριμένος θεσμός άμεσης δημοκρατίας έρχεται και πάλι στη δημόσια συζήτηση λόγω των διλημμάτων που διακατέχουν τη νέα Κυβέρνηση.
Πολύ συχνά τις τελευταίες μέρες γίνεται λόγος από κυβερνητικά στελέχη και μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, στην περίπτωση που οδηγηθεί σε αδιέξοδο η διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Εκείνο δε που αποφεύγουν να απαντήσουν, είναι το τι θα πρεσβεύει ένας, αν μη τι άλλο, σπάνιος για τα ελληνικά πολιτικά δεδομένα θεσμός. Την ολοκλήρωση του «έντιμου συμβιβασμού» με τους δανειστές; Την έγκριση για αναζήτηση πόρων από άλλες χρηματοδοτικές πηγές, όπως προβλέπει η πρόσφατη πράξη νομοθετικού περιεχομένου της νέας Κυβέρνησης; Ή μήπως την έξοδο της χώρας από τη ζώνη του ευρώ και κατ’ επέκταση από την ευρωπαϊκή οικογένεια;
Για να είμεθα σοβαροί, σε μια αντιπροσωπευτική Δημοκρατία, όπως είναι η Ελληνική Πολιτεία, δεν χωρούν άμεσοι δημοκρατικοί θεσμοί τύπου δημοψηφίσματος. Αφ’ ενός διότι το Σύνταγμά μας δεν το επιτρέπει. Η αντίστοιχη διάταξη -θέλουμε να πιστεύουμε- είναι αρκετά σαφής για τους κυβερνώντας μας, τουλάχιστον για τον πρωθυπουργό. Αφ’ ετέρου επειδή το δημοψήφισμα απέχει πολύ από την κουλτούρα και την ιδιοσυγκρασία των Ελλήνων πολιτών. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που διεξήχθη κατά το παρελθόν, αφορούσε είτε την αποδοχή της εκλογής νέου ανωτάτου άρχοντα-μονάρχη, είτε την επαναφορά τους, με συχνότερο φαινόμενο τις παλινορθώσεις σε περιόδους πρωτυτέρας αβασίλευτης δημοκρατίας. Κάτι που σημαίνει, ότι κατά τη διεξαγωγή δημοψηφισμάτων σε χώρες χωρίς αντίστοιχη νοοτροπία, ο λαός πολύ εύκολα πλανάται!
Εκτός όμως από τους ανωτέρω λόγους, δεν υπάρχει και καμία άλλη αιτία, ώστε να μας οδηγήσει η νέα συγκυβέρνηση σε δημοψήφισμα. Διότι το σημαντικότερο, πολύ πρόσφατο ’’δημοψήφισμα’’ διεξήχθη στις εθνικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Στις εκλογές, στις οποίες οι πολίτες με την ψήφο τους προσέφεραν απλόχερα την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπο του νέου πρωθυπουργού, θέτοντας προς αυτόν δύο (2) μόνο απαιτήσεις. Ασφαλώς μεν, τη διενέργεια του «έντιμου συμβιβασμού» -που ο ίδιος διακηρύττει-, και όχι της ρήξης με τους εταίρους μας, αφ’ ετέρου τη διασφάλιση της παραμονής της χώρας στον πυρήνα του ευρώ με την ταυτόχρονη πραγματοποίηση όλων των αναγκαίων μεταρρυθμίσεων.
Επομένως, λαμβάνοντας υπ’ όψιν όλα τα προεκτεθέντα, η συζήτηση περί δημοψηφίσματος πρέπει να κλείσει αμέσως. Όσοι τη διατηρούν εκ του ασφαλούς, είναι βέβαιο πως δεν επιζητούν ούτε την ευημερία της χώρας, ούτε τη συνοχή της κοινωνίας. Έργα και πράξεις υπευθυνότητας αναμένουν τόσο οι πιστωτές, όσο και οι σώφρονες πολίτες από τα μέλη της Κυβέρνησης, και όχι ευφάνταστα ’’πυροτεχνήματα’’ και λαοπρόβλητες φανφάρες. Αυτή είναι, άλλωστε, και η μοναδική τους δέσμευση.

Νίκος Σπ. Ζέρβας,

Συγγραφέας του βιβλίου «Πρωθυπουργοκεντρισμός : Η δεσπόζουσα θέση του αρχηγού της Κυβέρνησης στο πολιτικό μας σύστημα» (εκδ. Μπατσιούλας, 2014).