Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Οι πρόωρες εκλογές δεν είναι λύση.


Από το περασμένο Πάσχα, λίγες εβδομάδες πριν από τις διπλές εκλογές του Μαΐου, βρισκόμαστε σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Το κυβερνητικό έργο, έπειτα και από τον τραγελαφικό ανασχηματισμό του Ιουνίου, εξακολουθεί να παραμένει σε αδράνεια, πλην ορισμένων εξαιρέσεων -βλ. Υπουργείο Διοικητικής Μεταρρύθμισης-. Ένας ψηφισμένος από το Δεκέμβριο του 2013 νόμος -ΕΝΦΙΑ- δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί, λόγω των καθημερινών διορθώσεων που επιδέχεται, προερχομένων από τις προχειρότητες κατά τη θέσπισή του, κυρίως δε από τις λαϊκίστικες διαθέσεις βουλευτών της συμπολίτευσης. Στο αντιπολιτευτικό στρατόπεδο από την άλλη, η σύναψη δημοσίων σχέσεων συνεχίζεται ασταμάτητα, με συμπρωταγωνιστές, πλην των διαχρονικών συντεχνιακών εκπροσώπων, Αγιορείτες μοναχούς, ’’άστεγους’’ πολιτικούς και ’’διαμαρτυρόμενους’’ -ελέω ΤΑΙΠΕΔ κυρίως- πολίτες των τοπικών κοινωνιών. Δεν σταματά δε, από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης, κ’ ένα ανήθικο παιχνίδι-ευτελισμός ενός εκ των κυριοτέρων θεσμών της δημοκρατίας μας-, το κυνηγητό δηλαδή της δημιουργίας ανίερων συμμαχιών για τη συγκέντρωση 120 βουλευτών και κατ’ επέκταση την αποτροπή της προεδρικής εκλογής την ερχόμενη άνοιξη.
Βάσει δημοσίων τοποθετήσεων του προέδρου και επιφανέστατων στελεχών του, ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει να εξαντλήσει κάθε πιθανότητα, προκειμένου να μην εκλεγεί Πρόεδρος από την παρούσα Βουλή. Ανεξαρτήτως του προσώπου που θα χριστεί υποψήφιος -επιβάλλεται αυτό να μην έχει εμπλακεί στην κοινοβουλευτική ζωή της χώρας, εκφράζοντας έτσι ένα μήνυμα αυτοκριτικής του συνόλου του πολιτικού κόσμου για την κατάσταση στην οποία έφερε τη χώρα-, και πολλώ δε μάλλον της ευρύτερης πολιτικής και προπαντός κοινωνικής συναίνεσης που αυτό θα πρεσβεύει, το δεύτερο τη τάξει κοινοβουλευτικό κόμμα δηλώνει, πως θα εμποδίσει την προεδρική εκλογή, ορεγόμενο μοναχά εθνικές εκλογές.
Ποιές εκλογές όμως; Τί θα πρεσβεύει μια ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση; Το τέλος των Μνημονίων; Τη μονομερή διαγραφή των δανείων; Την επιστροφή στο παρελθόν της αδράνειας, της ρεμούλας, της διαφθοράς και της διαπλοκής; Ή ακόμα χειρότερα την έξοδο από την Ευρωζώνη, τη διεθνή απομόνωση και την καταστροφή της χώρας και του έθνους; Αυτά θα πρέπει να διερωτηθούν όσοι έχουν ως ονείρωξη την κάλπη. Και επίσης να προσπαθήσουν να απαντήσουν στις παροτρύνσεις-καμπανάκια κινδύνου πολλών λογικών, παρά τις συντεχνιακές και κρατικιστικές τους ευαισθησίες, ανθρώπων που βρίσκονται στις τάξεις τους -βλ. Αλέξη Μητρόπουλο-, του ότι δηλαδή «η Αριστερά οφείλει να παρουσιάσει στο λαό μια σύγχρονη, επείγουσα, ολοκληρωμένη και πειστική πρόταση εξόδου από την κρίση και βιώσιμης ανάπτυξης». Όσο δεν τη διαθέτουν, ας αφήσουν στην άκρη την κυβερνητική ονειροπόληση. Ας θυμηθούν δε, πως εκλογές διεκδικούσαν και κάποιοι άλλοι, από το 2008, που δίχως κανένα πρόγραμμα, όταν ανέλαβαν το 2009 τη διακυβέρνηση της χώρας, την οδήγησαν στην άκρη του γκρεμού.
Δυστυχώς όμως, το ενδεχόμενο μιας πρόωρης εκλογικής αναμέτρησης δεν συναντάται μοναχά στη μεριά των αντιπολιτευόμενων. Το άσχημο είναι ότι ακούγεται και εντός της συμπολίτευσης, κάτι που μαρτυρούν οι πράξεις, όπως και οι ψίθυροι μεταξύ πολλών κυβερνητικών βουλευτών. Η πλειονότητα των μελών της Κυβέρνησης και των κοινοβουλευτικών ομάδων των κομμάτων που τη στηρίζουν, συνεχίζουν να ρίχνονται σε μια ανηλεή μάχη διεκπεραίωσης των υποθέσεων-αιτημάτων της εκλογικής τους πελατείας, ώστε να είναι ’’έτοιμοι’’ για μια ενδεχόμενη αναμέτρηση. Άλλοι τους επιδίδονται σε αναγωγές και υπολογισμούς διαφόρων πιθανών εκλογικών αποτελεσμάτων, προκειμένου να εξετάσουν τις πιθανότητες της προσωπικής τους επανεκλογής. Κατά συνέπεια, η νομοθετική διαδικασία διακρίνεται από μία πρωτοφανή παραλυσία, για την οποία αποκλειστικά υπεύθυνοι είναι εκείνοι που επιτρέπουν την κυοφορία αυτής της εκλογολογίας.
Δεν κατανοούν όμως πως αυτή, η κατά παρέκκλιση προεκλογική επιφυλακή κάνει κακό και μόνο στη χώρα; Ξεχνούν, πως παρά την όποια βελτίωση της κατάστασης, οι προκλήσεις της επιβίωσης και της ανάταξης του τόπου και της κοινωνίας βρίσκονται ακόμα μπροστά μας; Ή μήπως επιθυμούν να παραδώσουν αμαχητί την εξουσία, όπως έπραξαν πιθανώς και κάποιοι άλλοι το 2009, προσδοκώντας μοναχά στην πολιτική τους επιβίωση; Αλήθεια, πώς θα επιβιώσουν; Παραδίδοντας τη χώρα στο χάος, στην πολιτική αστάθεια, στην ακυβερνησία; Και σε τελική ανάλυση, τί θα επικαλούνται όταν, ενασκώντας τις εξουσίες του πρωθυπουργοκεντρικού μας συστήματος, θα στήνουν πρόωρες κάλπες, την ώρα που μέχρι χθες διέδιδαν την εξάντληση της τετραετίας; Θα τους προσδώσουν για μία ακόμη φορά διλημματικό-δημοψηφισματικό τόνο, του τύπου ’’σώζουμε τη χώρα, ρυθμίζοντας λ.χ. το χρέος, ή πορευόμαστε μόνοι μας’’; Αλήθεια, δεν έχουν καταλάβει, πως το τελευταία που διακρίνει τους Έλληνες πολίτες είναι η δημοψηφισματική τους κουλτούρα; Και πως την ύστατη στιγμή, από το πουθενά, θα εμφανιστεί κάποιος κήνσορας, που τάζοντάς τους λαγούς με πετραχήλια, θα τους παραπλανήσει και θα μας στείλει όλους μαζί στον Καιάδα;
Είναι πασιφανές, ότι οι πρόωρες εκλογές δεν είναι λύση. Απεναντίας, η λύση έγκειται στη δημοκρατική διακυβέρνηση. Στο δημιουργικό διάλογο, τη σύνεση, τη συνεννόηση. Στην αποκατάσταση των δημοκρατικών διαδικασιών στο εσωτερικό της Κυβέρνησης και των κομμάτων. Στη διαβούλευση με εξαίρετα και πανάξια μέλη της Δημόσιας μας Διοίκησης, αλλά και της αγοράς, και της κοινωνίας των πολιτών. Στην καλή νομοθετική προετοιμασία, στην εφαρμογή των κυβερνητικών προγραμμάτων και στη διόρθωσή τους, εάν οι πραγματικές συνθήκες και επ’ ουδενί οι λαϊκίστικες φωνασκίες, το απαιτούν. Στην πρόταξη εναλλακτικών επιλογών.
Ως προς το τελευταίο, εκπρόσωποι της Κυβέρνησης αυτές τις μέρες συναντώνται στο Παρίσι με Ευρωπαίους ομολόγους τους. Αλήθεια, τί πραγματικά θα πράξουν, εάν οι ιθύνοντες νόες των δανειστών μας, τους ζητήσουν τη συνέχιση των πολιτικών αυστηρής λιτότητας, λ.χ. της υπερφορολόγησης; Έχουν σκεφθεί κάποια εναλλακτική λύση; Διαθέτουν κάποια κοινή διαπραγματευτική πολιτική; Ή μήπως θα αποχωρήσουν για μια ακόμα φορά με κατεβασμένα τα κεφάλια; Ας διδαχθούν τουλάχιστον, τόσο για την παρούσα, όσο και για κάθε αντίστοιχη μελλοντική διαπραγμάτευση, από το παράδειγμα όχι κάποιων εξωγενών φωστήρων, αλλά εκείνου ενός δημοσίου οργανισμού, του ΟΑΣΑ.
Πριν από λίγους μήνες οι τροϊκανοί, επικαλούμενοι το τελευταίο Μνημόνιο, ζητούσαν την αύξηση κατά 30% περίπου των εισιτηρίων των ΜΜΜ, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του Οργανισμού. Τί έκανε όμως ο διευθύνων του σύμβουλος, κύριος Γρηγόρης Δημητριάδης, ένας νέος επιστήμονας, τεχνοκράτης, με εμπειρίες στον ιδιωτικό τομέα, και δίχως να διαθέτει κομματικά ένσημα, όπως άλλοι ανεπάγγελτοι, αποτυχημένοι πολιτευτές, που βρίσκονται στην κορυφή δημοσίων θέσεων, κρατικών επιχειρήσεων και οργανισμών; Δημιουργώντας μια ομάδα νέων ανθρώπων, συνδυάζοντας επιτυχημένα μοντέλα του εξωτερικού με ιδέες των εργαζομένων του Οργανισμού, κατέστρωσε πολύ σύντομα ένα σχέδιο ανασυγκρότησης του ΟΑΣΑ, ενοποιώντας όλα τα Μέσα, καταργώντας περιττά δρομολόγια, παρακινώντας τους πολίτες να χρησιμοποιούν περισσότερο το μετρό, και εν τέλει πετυχαίνοντας τη μείωση των τιμών των εισιτηρίων, δίχως ούτε μία απόλυση! (*1)
Ας αποτελέσει, επομένως, το παράδειγμα του ΟΑΣΑ φάρο και οδηγό για τους εν Ελλάδι κυβερνώντες και μη. Η λύση, όπως προεκθέσαμε, δενθα προέλθει από μια ακόμα πριν την ώρα της εκλογική αναμέτρηση. Η λύση θα επέλθει από την τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών, συνδυασμένη με τη γνώση, την καινοτομία, την εμπειρία και την αξιοποίηση νέων -όχι μόνο στην ηλικία- και άφθαρτων πολιτών. Οι εκλογές μπορούν να περιμένουν. Όσον αφορά δε τον τρόπο προκλήσεώς τους, είτε μέσω της προεδρικής εκλογής, είτε ως εξουσία του επικεφαλής του πρωθυπουργοκεντρικού μας συστήματος, καλό θα ήταν να επανεξεταστεί σε μια επόμενη συνταγματική αναθεώρηση. Αλλά αυτό είναι θέμα για μια μελλοντική συζήτηση.
(*1) Περισσότερα για το ’’θαύμα’’ του ΟΑΣΑ στο άρθρο του Κωνσταντίνου Ζούλα, «Το μοντέλο που μείωσε τις τιμές των εισιτηρίων», Η Καθημερινή, φ. 28.734, 31.8.2014, σελ. 10

Νίκος Σπ. Ζέρβας,

Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών