Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

Στη μνήμη του πατέρα μου Γιώργου Καραμάνου (10 χρόνια απουσίας)



Ένα ουσιαστικό μέρος της γνωριμίας μου με τον πατέρα μου οφείλεται στο αρχείο που μου κληροδότησε, στο έργο του. Αρχικά, αιφνιδιασμένη από το θάνατό του, αδυνατούσα να το συνειδητοποιήσω. Κατόπιν όμως, όταν άρχισα διστακτικά να εξερευνώ τον απέραντο όγκο του, σύμφωνα με την τελευταία επιθυμία του, ανακάλυψα κι άλλες πτυχές του Γιώργου Καραμάνου, που έως τότε αγνοούσα. Γεγονός που καθιστά την αξία αυτού του αρχείου για έναν ακόμα λόγο ανεκτίμητη. Από παλιά  δέσποζαν στο μυαλό μου διάσπαρτες εικόνες από την οικογενειακή μας ζωή. Κατόπιν, από τα μετέπειτα διαστήματα των επαφών μας, που παρεμβάλλονταν ανάμεσα σε περιόδους μεγάλης απόστασης, διαφύλαξα στη μνήμη μου χαρακτηριστικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και σκόρπιες εικόνες, στιγμές.Στο σπίτι μας, τον θυμάμαι συνέχεια να γράφει με ιδιαίτερη προσήλωση. Κάποιες άλλες στιγμές πάλι γινόταν παιδί κι αυτός μαζί με μένα και την αδερφή μου, σκάρωνε αυτοσχέδια τραγουδάκια στο λαγούτο του πατέρα του και μαζί σκαρφιζόμασταν φανταστικές ιστορίες .Όλα αυτά δεν παρέλειπε να τα ηχογραφεί στο δημοσιογραφικό μαγνητοφωνάκι του. Περισσότερο όμως απολάμβανε να μας φωτογραφίζει ,όπως έκανε με καθετί γύρω του ,που του κέντριζε το ενδιαφέρον και την προσοχή. Αυτή ίσως είναι η κυρίαρχη εικόνα του στο μυαλό μου: ο πατέρας μου να τριγυρνά με τη φωτογραφική μηχανή περασμένη στο λαιμό του, έτοιμη να αιχμαλωτίσει τη στιγμή στους ατελείωτους περιπάτους μας στη φύση.Χωρίς αμφιβολία ήταν άνθρωπος του πάθους, ασυμβίβαστος, που η οξύτητά του συχνά τον οδηγούσε σε ρήξεις με τον περίγυρό του. Πότε γινόταν ανυπόμονος και πεισματάρης σαν παιδί με  σκληρότητα στο λόγο του, άλλοτε πάλι η παιδάστικη λες ευαισθησία του τον καθιστούσε ανίκανο να συγκρατήσει τα συναισθήματα ή τα δάκρυά του…Για μένα και την αδερφή μου, όπως και για τους συγχωριανούς του, ήταν ο φωτογράφος του χωριού με τα χωρατά του, τις ατελείωτες διηγήσεις του, ένας πραγματικός ευθυμογράφος, όπως τον αποκαλούσε ο περίγυρός του. Ωστόσο, παράλληλα μου είχαν δημιουργηθεί υποψίες, παρότι ήμουν παιδί, ότι τελικά ο Γιώργος Καραμάνος, πέρα από αυτή του την ιδιότητα, υπήρξε μία σπουδαία πνευματική προσωπικότητα, αυτοδημιούργητη και γι’ αυτό αυθεντική, που όμως η παιδικότητά μου τότε δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει το μέγεθός της. Υπήρχαν όμως ενδείξεις, που με έκαναν να το διαισθάνομαι στην ηλικία των 6-8 ετών: σημαντικές φυσιογνωμίες, των οποίων τα λογοτεχνικά κείμενα διδασκόμασταν στο μάθημα των Νέων Ελληνικών στο σχολείο, σύχναζαν στο σπίτι μας. Ακόμα και ο νονός μου ήταν ο Γιάννης Γουδέλης, ιδιοκτήτης του εκδοτικού οίκου ‘Δίφρος’. Συχνά κάναμε  επισκέψεις οικογενειακά σε τέτοιους χώρους, που η βαθιά εντύπωσή τους υπάρχει ακόμα ζωντανή στη μνήμη μου: το εργαστήρι του Μποστ –από το οποίο έχω φυλάξει έως σήμερα ενθύμια- με τις εντυπωσιακές ‘ανορθογραφίες’ του, μια κυριακάτικη πρωινή επίσκεψη στο ατελιέ της ζωγράφου Ντιάνας Αντωνακάτου, που μου έδειξε τις πρώτες γραμμές στον καμβά και βέβαια οι δύο εντυπωσιακές κολοκύθες στο πατρικό της μητέρας μου στο Κουρτάκι, τις οποίες  ο Στρατής Αναστασέλλης μετέτρεψε με το μαγικό άγγιγμα του πινέλου του σε  μοιραίες ‘γυναίκες’ ένα καλοκαιρινό απόγευμα…Σε αυτό ακριβώς το αγρόκτημα στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου στο Κουρτάκι φιλοξενήθηκαν πολλές τέτοιες προσωπικότητες σημαντικών ανθρώπων: ο Παύλος Παλαιολόγος, που μετά από την ολιγοήμερη διαμονή του έγραψε ένα σχετικό άρθρο στο ‘Βήμα’ με τίτλο ‘ Σε χρυσούς κόσμους’ αναφερόμενος στην συγκομιδή του πορτοκαλιού το χειμώνα. Ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, κριτικός δοκιμιογράφος και μεταφραστής, καθώς και ο Χρήστος Παπουτσάκης, εκδότης του περιοδικού ΑΝΤΙ, του οποίου συνεργάτης υπήρξε και ο πατέρας μου και δεν έχανα και γω την ευκαιρία να στείλω τις ζωγραφιές μου για δημοσίευση. Άλλος ένα σπουδαίος φίλος του υπήρξε ο Φίλιππος Δρακονταειδής –διακεκριμένος πεζογράφος και μεταφραστής – ο οποίος μάλιστα ‘στωικά’ υπέμεινε τις ενδυματολογικές μεταμορφώσεις, στις οποίες τον υποβάλλαμε κατά τα παιχνίδια μας εγώ και η αδερφή μου! Ακόμα και σε μεγαλύτερη πια ηλικία θυμάμαι την επίσκεψή μου στον Κώστα Μητρόπουλο, πρύτανη της ελληνικής γελοιογραφίας και την γνωριμία μου με τα ‘άγρια μωρά’! Υπήρξαν κι άλλοι, όπως ο Άγγελος Τερζάκης, ο Δημήτρης Ψαθάς, ο Νίκος Καρούζος  και πολλοί  ακόμα, που  πιθανόν αγνοώ. Πολλά πρόσωπα πέρασαν από τη ζωή μας, των οποίων τη σπουδαιότητα απλά υποψιαζόμασταν, ωστόσο τη βιώναμε στην κοινωνική μας ζωή . Και δεν ήταν μόνο αυτό: Βιβλία τυπώνονταν με το όνομα του πατέρα του, οι εφημερίδες έγραφαν γι’ αυτόν και η ζωή του παππού μου Γιάννη Καραμάνου ζωντάνευε στην ασπρόμαυρη τότε κρατική τηλεόραση τα απογεύματα! Ακόμα διατηρώ ζωντανή στη μνήμη μου μία επίσκεψή μου στα πλατό, όπου γυρίζονταν ο ‘Φωτογράφος του χωριού’ στα Σπάτα και με είχε μαγέψει η πρώτη πραγματική  μου επαφή με την τηλεόραση!Έπειτα, παρεμβλήθηκε ένα μεγάλο διάστημα, κατά το οποίο η επαφή με τον πατέρα μου ‘πάγωσε’, μετά  τη μόνιμη εγκατάστασή του στο Μάνεσι. Ωστόσο, μεγαλώνοντας πια,είχα την ευκαιρία σαν πιο ώριμος αναγνώστης να απολαύσω τα λογοτεχνικά του έργα και να αναγνωρίσω σε αυτά αυτοβιογραφικά του στοιχεία . Ήταν η ιστορία ενός ξυπόλητου αγοριού από φτωχή οικογένεια, με ανήσυχο και πρωτοποριακό όμως πνεύμα, που κατάφερε τελικά να κατακτήσει το χώρο των γραμμάτων! Ακόμα και τότε όμως νομίζω ότι δεν γνώριζα ουσιαστικά τον πατέρα μου, παρότι από το 2003 και εξής αναθερμάνθηκαν οι σχέσεις μας. Με παιδικό ενθουσιασμό τότε-θυμάμαι- μου έδειχνε τις φωτογραφίες που θα απάρτιζαν το λεύκωμα ,το οποίο σκόπευε να εκδώσει σύντομα ή τα λογοτεχνικά σενάρια που έπλαθε ως προσχέδιο νέων βιβλίων και με καμάρι μου διάβαζε τα διηγήματα στο τελευταίο βιβλίο του ‘Γυρεύοντας το πρόσωπο’ (εκδόσεις Γαβριηλίδης 2003).Ο θάνατός του (17-9-2004) ήταν αναπάντεχος και με άφησε εξαντλημένη ψυχικά να προσπαθώ να διαχειριστώ ό,τι μου κληροδότησε.  Πόσες φορές δεν είχα ευχηθεί τότε να πρόσεχα λίγο παραπάνω όσα μου έλεγε! Είχα όμως τότε την αίσθηση ότι επρόκειτο για θέματα αποκλειστικά δικής του ευθύνης. Πού να φανταστώ ότι τελικά θα κληθώ εγώ να τα περατώσω; Τρομακτική αίσθηση, αλλά και πρόκληση συνάμα!Ίσως από εκείνη τη στιγμή τελικά να ξεκίνησε η ουσιαστική γνωριμία μου με τον Γιώργο Καραμάνο. Θυμάμαι πως η αρχή έγινε ενώ διάβαζα ένα κείμενο του Κώστα Μητρόπουλου αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα μου με τίτλο ‘ένα αίνιγμα μια κερατένιας εποχής’: ‘ Συγκρουσιακός, όπως όλοι οι πραγματικοί ευθυμογράφοι, δεν καταλάβαινε οποιαδήποτε άλλη πλευρά της ζωής, παρά μόνο την αστεία της. Οποιαδήποτε άλλη ήταν αιτία  για ρήξη!’ ή ‘ κινήθηκε πικραμένος και καυστικός στον περίγυρο… αγνόησε το Παρόν , όπως κ εκείνο αυτόν’. Ή σε ένα ανάλογο κείμενο του Δημήτρη Ραφτόπουλου τονιζόταν το ‘τραγικό στοιχείο ,που υποστρωματώνει αδιόρατο τη σάτιρά του, δίνοντάς της στερεότητα και βάθος’.Τότε συνειδητοποίησα –ίσως για πρώτη φορά- πως ο ‘πλακατζής ευθυμογράφος’ ήταν μια εξέχουσα προσωπικότητα, εφάμιλλη άλλων διασήμων συναδέλφων του, που όμως η ιδιαιτερότητά της  τον οδήγησε στην απομόνωση της επαρχίας και δεν έτυχε ίσης αναγνώρισης. Από το  αξιόλογο αρχείο του  δεν θα μπορούσαν φυσικά να απουσιάζουν τα βιβλία του πατέρα μου, που ήδη έχουν εκδοθεί, ακόμα και η  σατιρική εφημερίδα «Μπαμ» , που κυκλοφόρησε ο ίδιος σε συνεργασία με ‘δυνατά’ ονόματα, όπως αυτά του Δημήτρη Ψαθά, του Μποστ ή του Κώστα Μητρόπουλου και άλλων. Πέρα από αυτό, απαριθμούνται εκατοντάδες άρθρα του πατέρα μου, εύθυμες ιστορίες του χωριού και ρεπορτάζ από την δημοσιογραφική του καριέρα σε τοπικές και μη εφημερίδες, όπως η ‘Αργολίδα’, τα ‘Ναυπλιακά Νέα’, ‘τα Νέα’, το ‘Βήμα’, η ‘Αυγή’ ή το περιοδικό «ΑΝΤΙ». Μία μορφή λοιπόν τέτοιας έκτασης και σπουδαιότητας, δεν θα μπορούσε  να αποτελέσει για μένα κάτι άλλο, παρά πηγή έμπνευσης και λαχτάρα δημιουργίας, αξιοποίησης και συνέχισης του έργου του. Άλλωστε, ως κόρη του Γιώργου Καραμάνου, οφείλω να παραδεχτώ ότι το ίδιο ‘μικρόβιο’, το ίδιο μεράκι κυλάει και στις δικές μου φλέβες. Η ίδια αγάπη και οπτική θέασης της ζωής....
                                Β.Κ

http://valiakaramanou.blogspot.gr/