Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Του Νίκου Ζέρβα - Ο ευτελισμός των κοινοβουλευτικών διαδικασιών

Του Νίκου Ζέρβα

Μόλις πριν από μερικές μέρες η συνοχή της δικομματικής Κυβέρνησης συνεργασίας τέθηκε για μία ακόμη φορά σε κίνδυνο, εξαιτίας μιας κατατεθείσας υπουργικής τροπολογίας σε άσχετο νομοσχέδιο. Συγκεκριμένα, στο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Οικονομικών για τα πιστωτικά ιδρύματα, ο αναρμόδιος σε σχέση με το αντικείμενό του Υπουργός εσωτερικών έκρινε σκόπιμο να καταθέσει τροπολογία για τις αυτοδιοικητικές εκλογές, που καθιέρωνε το απεριόριστο των τηλεοπτικών εμφανίσεων υποψηφίων περιφερειαρχών, δημάρχων και λοιπών υποψηφίων αιρετών κατά την προεκλογική περίοδο -λες και αυτό θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην εκλογή τους, και υποτιμώντας παράλληλα την κρίση του ελληνικού λαού-. Παρόλο που η επίμαχη τροπολογία αποσύρθηκε άρον-άρον, έπειτα από τις αντιδράσεις και τις απειλές καταψηφίσεώς της από το δεύτερο κυβερνητικό εταίρο, εν τέλει απέδειξε και πάλι την πλήρη υποβάθμιση των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, που διαπιστώνεται στη σύγχρονη διακυβέρνηση. 

Είναι αδιαμφισβήτητο, πως στις μέρες μας η νομοθετική εργασία πάσχει. Ενώ σύμφωνα με το Σύνταγμα αποκλειστικός φορέας της νομοθετικής εξουσίας είναι η Βουλή των Ελλήνων -το Υπουργικό Συμβούλιο εισάγει τα νομοσχέδια, ή τουλάχιστον έτσι θα ‘πρεπε, ο Υπουργός τα εισηγείται και οι αντιπρόσωποι του λαού τα υπέρ- ή κατά- ψηφίζουν-, η νομοθετική πρωτοβουλία παραμένει στη διακριτική ευχέρεια της Κυβέρνησης. Ωστόσο, η ελλιπής προετοιμασία, η απουσία διαβούλευσης με τους αρμόδιους κατά περίπτωση φορείς, η έλλειψη διοικητικής εμπειρίας και γνώσης κλάδων λειτουργίας της αγοράς, αλλά και της κοινωνίας εν γένει, όπως και η βιασύνη που παρατηρείται κατά την νομοθέτηση, αποτελούν τους κυριότερους παράγοντες για την πολυνομία και την κακονομία μας. Παράγοντες δηλαδή, τα αποτελέσματα των οποίων συνέβαλαν στη γέννηση και τη δόμηση ενός αδηφάγου γραφειοκρατικού κράτους, στο οποίο κυριαρχούν -ή έστω κυριαρχούσαν- η διαπλοκή, η διαφθορά, η αναξιοκρατία και η δολιότητα.

Το ανωτέρω παράδειγμα της άσχετης κατατεθείσας τροπολογίας δεν είναι το μοναδικό. Πρόσφατα πάλι, το Υπουργείο Παιδείας αυτή τη φορά, ενέταξε τροπολογία -κανονικό νομοσχέδιο, αν αναλογιστεί κανείς τις 150 σελίδες του και τα 15 του άρθρα-, για ζητήματα της δευτεροβάθμιας και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο νομοσχέδιο για το υπαίθριο εμπόριο και τις λαϊκές αγορές, που ψηφίστηκε από τη Βουλή. Παράλληλα, σε ορισμένες περιπτώσεις, προκειμένου τα κυβερνητικά στελέχη να αποποιηθούν των ευθυνών τους, εισηγούνται την κατάθεση των άσχετων και εκ του παραθύρου εισαγομένων τροπολογιών-μπαλωμάτων, εισηγούνται την κατάθεσή τους από τις κοινοβουλευτικές ομάδες, φέροντας τις υπογραφές των βουλευτών. Επιπλέον, συνηθίζεται οι βουλευτικές αυτές τροπολογίες να εντάσσονται στα νομοσχέδια προς το τέλος κάθε συνεδρίασης της Ολομέλειας, ώστε να μη δίνεται ο απαραίτητος χρόνος σε βουλευτές, αντιπολίτευσης και συμπολίτευσης, να τοποθετηθούν επ’ αυτών. Συνδυασμένο δε το φαύλο αυτό φαινόμενο των άσχετων τροπολογιών, με τα ογκώδη νομοσχέδια που εισάγονται εν τω μέσω της νυκτός, με τη διαδικασία του κατεπείγοντος και σ’ ένα άρθρο, όπως είναι φυσικό, έχουν προκαλέσει τον απόλυτο περιορισμό της κύριας αρμοδιότητας των αντιπροσώπων μας, της επεξεργασίας, δηλαδή, και της παραγωγής κανόνων δικαίου.

Δυστυχώς όμως, τα εμπόδια που τίθενται στη νομοθετική επεξεργασία, δεν εξαντλούνται στον υποτιμητικό για όλους μας, πολίτες και πολιτικούς, θεσμό των τροπολογιών. Ο περιορισμένος χρόνος, που διατίθεται για τη διεξαγωγή των συνεδριάσεων της Βουλής, αποστερεί από το βουλευτή το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης γνώμης. Το μεγαλύτερο μέρος της χρονικής διάρκειας μιας συνεδρίασης διαμοιράζεται μεταξύ των υπουργών, των υφυπουργών, των εισηγητών ή ειδικών αγορητών κάθε κόμματος και των κοινοβουλευτικών τους εκπροσώπων, με μια μεγάλη μερίδα βουλευτών να μην προλαβαίνει να πάρει το λόγο και να τοποθετηθεί. Ακόμα όμως και αν τον λάβουν, είτε στην Ολομέλεια, είτε στις συνεδριάσεις των αρμόδιων Επιτροπών, είναι σύνηθες το φαινόμενο οι Υπουργοί να τους αγνοούν. Στηριζόμενα στη νομενκλατούρα των συνεργατών τους, και διακατεχόμενα πολλές φορές από την αίσθηση του αλάθητου, τα κυβερνητικά μέλη κωφεύουν στις εύστοχες παρατηρήσεις βουλευτών, απ’ όποια πτέρυγα κι αν αυτοί προέρχονται. Ίσως να τους είναι άγνωστες οι βασικές αρχές της διαβούλευσης για τη λήψη και της διόρθωσης κατά την εκτέλεση και εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής.

Τα ίδια και χειρότερα, βέβαια, συμβαίνουν και στον κοινοβουλευτικό έλεγχο. Παρά τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι αντιπρόσωποί μας -ερωτήσεις, επίκαιρες ερωτήσεις, αιτήσεις κατάθεσης εγγράφων και αναφορές-, αυτός καθ’ αυτός ο έλεγχος καθίσταται ανεπαρκής. Τούτο διότι, οι υπουργοί τείνουν συνεχώς -πλην ορισμένων εξαιρέσεων- να τον υποβαθμίζουν. Στις ερωτήσεις και στις αναφορές είτε αποφεύγουν εντελώς να απαντήσουν, είτε απαντούν καθυστερημένα και συστηματικά με γενικές αιτιολογήσεις, στηριζόμενοι δηλαδή αποκλειστικώς στις κείμενες διατάξεις, και δίχως να ακουμπούν την ουσία του προβλήματος, που τους εκτίθεται. Στις δε επίκαιρες, όπου έρχονται ενώπιος ενωπίω με τον ερωτώντα βουλευτή, συνηθίζουν να διαλέγουν με επιμέλεια, εκείνες που είναι πολύ πιο εύκολο να απαντηθούν.

Ωστόσο, παρά τις αλαζονικές τάσεις που χαρακτηρίζουν μια μερίδα υπουργών μας -διότι μεταξύ των κυβερνητικών στελεχών βρίσκονται και αξιόλογες, υπεύθυνες, πλήρως αφοσιωμένες στα καθήκοντά τους και ανοικτές σε διαβουλευτικές-δημοκρατικές διαδικασίες προσωπικότητες, που τιμούν δεόντως το υπουργικό τους αξίωμα-, οι ευθύνες για τον ευτελισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών επιμερίζονται και στους ίδιους τους βουλευτές. Συνήθης έχει γίνει η ντροπιαστική, για την ίδια την αντιπροσωπευτική μας δημοκρατία, εικόνα των άδειων εδράνων κατά τις συνεδριάσεις της Ολομέλειας και των Επιτροπών. Αντί να παρίστανται και να μετάσχουν στο νομοθετικό έργο, οι μεν της συμπολίτευσης κατατρέχουν στα κατά τόπους υπουργεία για δημόσιες σχέσεις και τη διεκπεραίωση ’’αιτημάτων’’ της εκλογικής τους πελατείας, οι δε της αντιπολίτευσης αρέσκονται να αναπτύσσουν αντίστοιχες δημόσιες σχέσεις, χαϊδεύοντας τ’ αυτιά εργατοπατέρων και άλλων διαμαρτυρομένων σε ΔΕΚΟ, επιχειρήσεις, λαϊκές αγορές και πλατείες. Και οι δύο (2) κατηγορίες αντιπροσώπων του λαού, βέβαια, δεν αμελούν να ξημεροβραδιάζονται σε τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά πάνελ, φροντίζοντας για την αυτοπροβολή τους, τη βελτίωση της δημόσιας εικόνας τους, και θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα ευρύτερα -και όχι της εκλογικής τους πελατείας- προβλήματα της κοινωνίας και του τόπου μας.

Ας τους υπενθυμίσουμε όμως, πως τους στείλαμε στο «Ναό της Δημοκρατίας», για ν’ αποφασίζουν για μας, για το καλό του λαού μας, μέσω της επανιδρύσεως ενός νέου, παραγωγικού και αποτελεσματικού, διαφανούς και αξιοκρατικού, εξωστρεφούς και φιλικού προς την επιχειρηματικότητα κράτους. Όχι για την εξυπηρέτηση ’’ημετέρων’’ συμφερόντων. Πως τους εξελέγξαμε στο υπέρτατο αυτό αξίωμα, προκειμένου να μάχονται εναντίον των όποιων στρεβλώσεων και λαθών του παρελθόντος, και όχι για να καταπίνουν αμάσητα τροπολογίες, πράξεις νομοθετικού περιεχομένου και πρόχειρες ρυθμίσεις, υπαγόμενοι σε ανήθικες κομματικές πειθαρχίες. Πως τέλος, τους προικίσαμε μ’ ένα ξεκάθαρο μήνυμα-αίτημα για την αναζήτηση της αναγκαίας ευρύτερης πολιτικής συναίνεσης και συνεννόησης, με προγραμματισμό και τους απαραίτητους κατά περίπτωση συμβιβασμούς, και όχι με εμφυλιοπολεμικές στάσεις, που λαμβάνει η στείρα αντιπαράθεση άνευ σοβαρών επιχειρημάτων, που διαδραματίζεται καθημερινά στις αίθουσες του Κοινοβουλίου μεταξύ συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης.

Εάν όλα τα προεκτεθέντα δεν αλλάξουν, η Βουλή θα συνεχίσει να διακατέχεται από έναν απλό διεκπεραιωτικό και επικυρωτικό ρόλο στις αποφάσεις που λαμβάνει η όποια ηγεσία. Οι όποιες θετικές ρυθμίσεις κι αν παρουσιάζονται για την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, θα δυσκολευτούν να λάβουν σάρκα και οστά, εάν δεν μεταβληθούν η νοοτροπία και οι συμπεριφορές, κοινωνίας και πολιτικών, που μας οδήγησαν στην ηθική μας χρεωκοπία. Ουσιαστική δημοκρατία, άλλωστε, χωρίς Βουλή που να λειτουργεί και να αποφασίζει με περίσσια παρρησία και, επαναλαμβάνουμε, συναίνεση και συνεννόηση, δεν υφίσταται. Και τη θέση της, αναπόφευκτα, καιροφυλακτεί να καταλάβει είτε ο ολοκληρωτισμός, είτε η οχλοκρατία!



Νίκος Σπ. Ζέρβας,



Πολιτικός Επιστήμονας Πανεπιστημίου Αθηνών.
You might also like: