Η ΝΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Είσαι ένα βήμα πριν το χάος, μια και δεν ανταποκρίθηκες στις αγορές,
είσαι μακριά απ’ τη χώρα, που κάποτε σου δάνεισε το λίκνο.
είσαι μακριά απ’ τη χώρα, που κάποτε σου δάνεισε το λίκνο.
Ό,τι με την ψυχή ζητούσες και νόμιζες πως είχες βρει
τώρα το εξοβελίζεις, για σκουπίδι το περνάς.
τώρα το εξοβελίζεις, για σκουπίδι το περνάς.
Ολόγυμνη σαν οφειλέτης διαπομπεύεται, υποφέρει η χώρα εκείνη
που έλεγες και ξανάλεγες πως χάρη της χρωστάς.
που έλεγες και ξανάλεγες πως χάρη της χρωστάς.
Στη φτώχια καταδικασμένος τόπος, τόπος που ο πλούτος του
στολίζει τώρα τα μουσεία: λάφυρα που φυλάς Εσύ.
στολίζει τώρα τα μουσεία: λάφυρα που φυλάς Εσύ.
Κείνοι που χίμηξαν με τα όπλα στη χώρα την ευλογημένη με νησιά
στολή φορούσαν κι είχαν τον Χέλντερλιν κρυμμένο στο γυλιό.
στολή φορούσαν κι είχαν τον Χέλντερλιν κρυμμένο στο γυλιό.
Καμιά ανοχή πια γι’ αυτή τη χώρα, κι ας ανεχόσουν κάποτε
σαν σύμμαχους στο σβέρκο της τους κολονέλους.
σαν σύμμαχους στο σβέρκο της τους κολονέλους.
Χώρα που ζει πια δίχως δίκιο, με τη δύναμη αυτών που έχουν πάντα δίκιο
να της σφίγγει κάθε μέρα το ζωνάρι πιο σφιχτά.
να της σφίγγει κάθε μέρα το ζωνάρι πιο σφιχτά.
Κι όμως απείθαρχη η Αντιγόνη μαυροφορεί - σ’ όλη τη χώρα
πενθοφορεί ο λαός της που κάποτε σε είχε φιλέψει, σε είχε δεχθεί.
πενθοφορεί ο λαός της που κάποτε σε είχε φιλέψει, σε είχε δεχθεί.
Μα η κουστωδία του Κροίσου έχει στοιβάξει έξω απ’ τη χώρα,
στα δικά σου θησαυροφυλάκια, τα αστραφτερά μαλάματα.
στα δικά σου θησαυροφυλάκια, τα αστραφτερά μαλάματα.
Πιες, επιτέλους, πιες, αναβοούν των επιτρόπων οι χειροκροτητές,
μα ο Σωκράτης οργίλος σου γυρνά γεμάτο πίσω το ποτήρι.
μα ο Σωκράτης οργίλος σου γυρνά γεμάτο πίσω το ποτήρι.
Εν χορώ θα ρίξουν οι θεοί κατάρα σ’ ότι σου ανήκει,
μια κι είναι βούλησή σου τον Όλυμπό τους να πουλήσεις .
μια κι είναι βούλησή σου τον Όλυμπό τους να πουλήσεις .
Ανούσια πια θα μαραζώσεις δίχως τη χώρα,
που το δικό της πνεύμα σε επινόησε, Ευρώπη.
που το δικό της πνεύμα σε επινόησε, Ευρώπη.
(απόδοση στα ελληνικά: Σπύρος Μοσκόβου)