Εκπαιδευτική Πολιτική δίχως αρχή και τέλος…..
Η εγκύκλιος της κ. Χριστοφιλοπούλου, υφυπουργού Παιδείας (10112 /Δ4 – 30/1/2012), με Θέμα «Μεταβολές σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σχολικού έτους 2012-2013», σύμφωνα με την οποία το Υπουργείο προχωρά σε καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων Α/θμιας και Β/θμιας Εκπαίδευσης για το σχολικό έτος 2012-13, διέψευσε πρότερες δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας ότι δεν θα γίνουν εκτεταμένες συγχωνεύσεις τη φετινή χρονιά κι ότι θα ισχύσουν τα προβλεπόμενα από τη σχετική νομοθεσία σχετικά με καταργήσεις και υποβιβασμούς σχολείων.
Οι Δ/ντές Εκ/σης καλούνται για μια ακόμη φορά να καταχωρήσουν στο survey τις προτάσεις τους για επικείμενες συγχωνεύσεις σχολείων με κριτήρια όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η εγκύκλιος: κτιριακές υποδομές-εγκαταστάσεις και δυνατότητες ανάπτυξης αιθουσών διδασκαλίας, βιβλιοθήκης και λοιπών βοηθητικών χώρων και εξοπλισμού στο σχολείο μετακίνησης…
Σύμφωνα με την εγκύκλιο τα δημοτικά συμβούλια καλούνται να γνωμοδοτήσουν έγκαιρα επί των εισηγήσεων των Δ/ντών Εκ/σης, με μια σημαντική παράμετρο ,αυτή της βεβαίωσης της οικονομικής υπηρεσίας των Δήμων καθώς όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά : «Μαζί με τις γνωμοδοτήσεις των Δημοτικών Συμβουλίων θα αποσταλούν βεβαιώσεις ανάληψης δαπάνης νια τις λειτουργικές ανάγκες των προτεινόμενων προς ίδρυση σχολείων που θα εκδώσουν οι οικονομικές υπηρεσίες των οικείων δήμων, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 2 του ΠΔ 113/2010 (ΦΕΚ194/Α722-11-2010)».
Η συγκεκριμένη παράμετρος , αφενός μεν υποδεικνύει ότι οι προωθούμενες «μεταβολές» γίνονται με λογιστικά και μόνο κριτήρια, με στόχο τη μείωση των δαπανών για την παιδεία, αφετέρου δε φαίνεται να μετακυλύει μέρος της ευθύνης για την ίδρυση ή μη σχολικών μονάδων στις δημοτικές αρχές.
Οι συνέπειες της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής πολιτικής είναι ήδη γνωστές από την περσινή χρονιά όταν το κλείσιμο των σχολείων και των ολοήμερων τμημάτων των ολιγοθέσιων , είχε ως αποτέλεσμα εκτός από τις παιδαγωγικές συνέπειες λόγω της κατάργησης υποστηρικτικών δομών και της ταλαιπωρίας μικρών παιδιών στο όνομα μιας καλύτερης ποιότητας μάθησης, την απώλεια εκατοντάδων οργανικών θέσεων , προκειμένου το περίσσευμα των συναδέλφων να χρησιμοποιηθεί ως νομιμοποιητικό επιχείρημα της μη πρόσληψης εκπαιδευτικών.
Η κατ’ εξακολούθηση μείωση των θέσεων , η αύξηση της πιθανότητας μετακίνησης εκτός νομού οργανικής θέσης με δεδομένη την οικονομική εξαθλίωση του κλάδου, οι νέες υπερεξουσίες που προβλέπονται από το προσχέδιο νόμου για το Δ/ντή της σχολικής μονάδας με την απειλή της αξιολόγησης και του πειθαρχικού παραπτώματος , αφενός μεν αυξάνουν την εργασιακή ανασφάλεια , αφετέρου δε ανοίγουν το δρόμο για απόδοση ευθυνών στους εκπαιδευτικούς και μόνο σε αυτούς αναφορικά με τα καρκινώματα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Ο εκπαιδευτικός, σημαντικός παράγοντας της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Κοσσυβάκη, 2003), με κεντρικής σημασίας ρόλο στις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με τον εκπαιδευτικό λόγο που αρθρώνουν Διεθνείς Οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ και η ΟΥΝΕΣΚΟ, αγκυλωμένος στα γρανάζια της γραφειοκρατίας λειτουργεί έχοντας ως σημείο αναφοράς ένα λεπτομερέστατο νομοθετικό πλαίσιο που υπονομεύει την συμμετοχή του στη λήψη αποφάσεων ακόμα και σε επίπεδο σχολικής μονάδας, ενώ ταυτόχρονα καλείται «ερήμην» να υλοποιήσει εκπαιδευτικές πολιτικές αναλαμβάνοντας ευθύνες που δεν του αναλογούν.
Το Σισύφειο δράμα του ελληνικού σχολείου φαίνεται να μην έχει τέλος καθώς η εκπαιδευτική πολιτική δείχνει να αποτελεί μια «κουρελού» δανεικών, επιτυχημένων αλλά δυστυχώς ξένων εκπαιδευτικών θεσμών που εισάγονται βίαια στην ελληνική πραγματικότητα, καθώς οι σύμβουλοι επί των εκπαιδευτικών θεμάτων αγνοούν μια βασική αρχή σύμφωνα με την οποία: «το εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι ένα πράγμα ζωντανό και δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι τα δεδομένα εκτός σχολείου έχουν μεγαλύτερη σημασία και από τα πράγματα μέσα στο ίδιο το σχολείο και ότι είναι αυτά που διέπουν κι ερμηνεύουν τα πράγματα μέσα σε αυτό» (Sadler, 1964).
Δουράνου Αικατερίνη
Αιρετός Π.Υ.Σ.Π.Ε. Αργολίδας