Η προτίμηση της γλυκιάς και αλμυρής γεύσης και η απόρριψη της ξινής ή πικρής καθορίζονται από το γενετικό μας υλικό. Το ίδιο συμβαίνει και με την απόρριψη νέων τροφών. Οι γονείς είναι σημαντικό να μπορούν να καταλαβαίνουν και να διακρίνουν αυτές τις γενετικές προτιμήσεις και ταυτόχρονα να διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον.
Ο άνθρωπος έχει μία έμφυτη προτίμηση προς τις γλυκές γεύσεις και μία αποστροφή προς τις πικρές. Αυτό συμβαίνει διότι στη φύση η γλυκύτητα παραπέμπει σε τρόφιμο υψηλής ενεργειακής αξίας, ενώ οι πικρές γεύσεις προμηνύουν την παρουσία τοξικότητας στο τρόφιμο. Μετά τη γέννηση προτιμάται η γλυκιά γεύση, ενώ η πικρή και η ξινή απορρίπτονται. Αυτός είναι και ο λόγος που το γάλα της μητέρας ή η φόρμουλα έχουν γλυκιά γεύση από φυσικού τους.
Η προτίμηση για αλάτι εμφανίζεται περίπου στον 4ο μήνα της ζωής. Μετά τον 4ο με 6ο μήνα ζωής γίνεται και η εισαγωγή πολτοποιημένων τροφών. Το γεγονός πως τα παιδιά αντιλαμβάνονται και αποδέχονται την αλμυρή γεύση δεν σημαίνει πως μπορούμε να προσθέτουμε αλάτι στα τρόφιμα. Είναι σημαντικό η εισαγωγή αλατιού να γίνεται μετά τον 7ο μήνα και μέχρι τον πρώτο χρόνο η μέγιστη ποσότητα αλατιού που πρέπει να καταναλώνει ένα βρέφος να είναι 1 γραμμάριο, ποσότητα που καλύπτεται από το γάλα ή τη φόρμουλα.
Παράλληλα, τα παιδιά προτιμούν γλυκές γεύσεις, γιατί έχουν μικρότερη ευαισθησία στην αντίληψη της γλυκιάς γεύσης, σε σχέση με τους εφήβους και τους ενήλικες. Με άλλα λόγια, επιθυμούν μεγαλύτερη ποσότητα ζάχαρης, για να νιώσουν το ίδιο αίσθημα ευχαρίστησης με τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας.
Μπορείτε λοιπόν να εκμεταλλευτείτε αυτή την προδιάθεση των μικρών κατά τη διάρκεια εισαγωγής νέων τροφίμων, χρησιμοποιώντας φυσικά γλυκά τρόφιμα. Από τη φύση τους, γλυκιά γεύση έχουν τα φρούτα, τα αμυλούχα (ψωμί, πατάτα, ρύζι, ζυμαρικά), ορισμένα λαχανικά, όπως το καρότο, το κολοκυθάκι, το γάλα κ.ά.. Έτσι εξηγείται γιατί για παράδειγμα οι φρουτόκρεμες είναι από τα πρώτα τρόφιμα που δίνουμε σε ένα βρέφος.