Δήλωση του εκπροσώπου της ΚΟΕ στην Εκτελεστική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ - 14/12/2011
1. Με πληθώρα δηλώσεων και τοποθετήσεων, εκπρόσωποι όλου του καθεστωτικού πολιτικού φάσματος «υπερβαίνουν» τις αντιθέσεις τους και καλούν στην παράταση ζωής της δίχως καμιά λαϊκή νομιμοποίηση κυβέρνησης Παπαδήμου «ώσπου να ολοκληρώσει το έργο της»: δηλαδή τον πλήρη εξανδραποδισμό του ελληνικού λαού και το ξεπούλημα ολόκληρης της χώρας. Τα ξένα και εγχώρια επιτελεία των από πάνω, παρά τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, συναινούν στη συνέχιση του «πειράματος» που δοκιμάζουν στην Ελλάδα εδώ και δύο σχεδόν χρόνια. Έτσι, είναι πολύ πιθανό, και μάλιστα σχετικά σύντομα, το λαϊκό κίνημα να βγει στους δρόμους με ακόμη πιο «στοιχειώδη» αιτήματα από αυτά που προέβαλε στην πρώτη φάση μετά την επιβολή του μνημονίου, όπως: εκλογές, δημοκρατία, να σταματήσει το φίμωμα του λαού.
2. Σε αυτή την κατάσταση, η Αριστερά θα όφειλε να προχωρά σε τολμηρά ανοίγματα προς τα πλατιά λαϊκά στρώματα, αλλά και συλλογικότητες, που αποδεσμεύονται από το δικομματικό εναγκαλισμό μιας προηγούμενης περιόδου, και είναι προϊόν μιας τεράστιας μετατόπισης συνειδήσεων η οποία συντελείται τα τελευταία 2-3 χρόνια. Σήμερα είναι επείγον, είναι πιο αναγκαίο παρά ποτέ να ενταθεί η προσπάθεια συσπείρωσης όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την κατάργηση των υποδουλωτικών συμφωνιών και μνημονίων, το διώξιμο της τρόικας, την ανατροπή του ιδιότυπου κατοχικού καθεστώτος και όλου του πολιτικού προσωπικού που το υπηρετεί.
3. Ένα τέτοιο μέτωπο θα είναι σαφώς ευρύτερο από την Αριστερά – η οποία θα πρέπει να κερδίσει τη θέση της μέσα σε αυτό, θα πρέπει να πείσει για τη χρησιμότητά της, για να συμβάλει ώστε αυτό το πλατύ λαϊκό μέτωπο να εκπληρώσει το πρόγραμμά του, να μην χειραγωγηθεί και αποπροσανατολιστεί από αστικά επιτελεία και ιμπεριαλιστικά κέντρα. Φυσικά, για να γίνει δυνατό να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος, που υπηρετεί τα πιο βασικά συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας και αποσκοπεί στη σωτηρία του λαού και της χώρας, η Αριστερά οφείλει να αντιληφθεί τις ανάγκες του σήμερα. Οφείλει να αντιληφθεί τις ραγδαίες και τρομακτικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη, και άρα να πάψει να σκέφτεται και να δρα «όπως χτες». Μέχρι τώρα δεν έχει επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
4. Το πολιτικό πλαίσιο που θα μπορούσε να συσπειρώσει σήμερα ευρύτατες λαϊκές μάζες είναι δυνατό να συμπυκνωθεί στο τρίπτυχο «Να φύγει η τρόικα και όλοι οι υπηρέτες της – Να καταργηθούν όλα τα μνημόνια – Ανατροπή του σάπιου πολιτικού συστήματος και πραγματική δημοκρατία». Στο μεταξύ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη προχωρήσει σε ανοίγματα προς άλλες πολιτικές, κυρίως, δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ικανοποιητική η μέχρι στιγμής επιτυχία στο θέμα των συνεργασιών και της οικοδόμησης του μετώπου. Το βασικό εμπόδιο έγκειται στην ανεπαρκή, ακόμη, κατανόηση των ραγδαίων αλλαγών τόσο στη γενικότερη κατάσταση όσο και στις συνειδήσεις πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η βούληση του ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει εκλογικά αυτόν τον κόσμο δεν αρκεί, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εγκολπώνεται τα αιτήματα και τους πόθους που εκφράστηκαν στις πλατείες, στις παρελάσεις κ.λπ. – δηλαδή όσα θέτει ο διάχυτος ριζοσπαστισμός των λαϊκών δυνάμεων.
5. Φαίνεται πως, μπροστά στην αδυναμία συγκρότησης ενός τέτοιου μετώπου με βασικό κορμό την Αριστερά, λόγω και της άρνησης άλλων δυνάμεων, η ηγεσία του ΣΥΝ μοιάζει να προνομοποιεί «αναγκαστικά» το άνοιγμα προς το «σοσιαλιστικό χώρο» απευθυνόμενη σε προσωπικότητες και στελέχη που αποδεσμεύονται από το ΠΑΣΟΚ. Ο περιορισμός των επιδιωκόμενων συνεργασιών σε τέτοια βάση είναι προβληματικός για τους εξής λόγους: Α) Δεν βρίσκεται στην τροχιά οικοδόμησης ενός πλατιού μετώπου. Δεν οικοδομεί διαδικασίες για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου, ούτε εντάσσεται σε τέτοιες διαδικασίες. Β) Δεν κατανοεί την ευρύτητα του λαϊκού ριζοσπαστισμού, που διαπερνά πλέον όλους τους πολιτικούς χώρους και αποδεσμεύεται από αυτούς, καταλογίζοντάς τους αναξιοπιστία. Γ) Στοχεύει «ρεαλιστικά» σε ένα καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα, και όχι στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Δ) Ακόμη και η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ στην πλειοψηφία της δεν έχει διόλου καλή γνώμη για πολλές από τις προσωπικότητες (πλην λαμπρών εξαιρέσεων) και τα στελέχη που μέχρι πολύ πρόσφατα συμμετείχαν ενεργά στο διαχρονικό αντιλαϊκό πάρτι. Τη στιγμή που επιχειρείται να δημιουργηθούν αναχώματα για να συγκρατηθεί η αμφισβήτηση, ακόμα και εάν επιδιωκόταν μια απλή εκλογική συνεργασία θα όφειλε να έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικό πλαίσιο για τη σαφή και έμπρακτη δέσμευση ιδίως των στελεχών που απομακρύνονται από το ΠΑΣΟΚ και πλησιάζουν την Αριστερά, έχοντας προηγουμένως υπηρετήσει επί μακρόν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Διαφορετικά, θα είναι δικαιολογημένη η υποψία ότι αυτά τα στελέχη βλέπουν την Αριστερά απλά ως όχημα για την εξασφάλιση κάποιων εδρών και για το ξαναπλασάρισμά τους στην κεντρική πολιτική σκηνή.
6. Επαναλαμβάνουμε για μια ακόμη φορά ότι είμαστε αντίθετοι με τη διαχρονική αντίληψη μεγάλου τμήματος των ηγεσιών της Αριστεράς, ότι το ΠΑΣΟΚ (όπως παλιότερα το Κέντρο) ανήκει γενικά σε έναν φανταστικό «προοδευτικό χώρο», σε αντίθεση με την «επάρατη Δεξιά». Εδώ και καιρό η ζωή έχει αποφανθεί: το ΠΑΣΟΚ δεν εκπροσωπεί κάποια «σοσιαλδημοκρατία» έτσι όπως μπορεί να την είχε η Αριστερά στο μυαλό της. Αντίθετα, είναι βασικός πυλώνας του αστισμού στην Ελλάδα. Η μετεμφυλιακή διχοτόμηση της ελληνικής κοινωνίας δεν υφίσταται πλέον, και άρα η μετεξέλιξη της «κεντρώας δημοκρατικής παράταξης», το ΠΑΣΟΚ, δεν αποτελεί ένα έστω μακρινό συγγενή της Αριστεράς που συχνά παρεκτρέπεται και συμπεριφέρεται «ενάντια στη φύση του». Άρα πρέπει έστω και τώρα, έστω καθυστερημένα, να εγκαταλειφθεί ο κεντροαριστερός «άξονας σκέψης» πάνω στον οποίο εδράζεται η τακτική (ίσως και η στρατηγική!) της Αριστεράς. Αντίθετα, είναι αναγκαία μια ανεξάρτητη αριστερή πολιτική, που θα απευθύνεται τολμηρά στο ριζοσπαστισμό για να συγκροτήσει ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο με τους στόχους που αναφέρθηκαν.
7. Συμπερασματικά, η επιμονή στη συνεργασία με «διαφοροποιούμενους» οι οποίοι απλώς επιζητούν μια προσωρινή στέγη που θα τους δώσει τη δυνατότητα να οικοδομήσουν με ξένα υλικά ένα δικό τους εγχείρημα, βλάπτει και την Αριστερά και το λαϊκό ριζοσπαστισμό, που δεν μπορεί ούτε να εμπνευστεί ούτε να εκφραστεί μέσα από τέτοια «μέτωπα». Την ίδια στιγμή, είναι αναγκαίο να αγκαλιαστούν όλοι οι τίμιοι άνθρωποι που με ειλικρίνεια αποδεσμεύονται από τον πασοκισμό και επιθυμούν να εργαστούν έμπρακτα για ένα πλατύ ανατρεπτικό μέτωπο. Χρειάζονται, γι’ αυτό, σαφή κριτήρια και πλαίσια συνεργασίας, τα οποία τουλάχιστον θα περιορίζουν τα όποια λάθη όταν επιζητούμε την απόκτηση δεσμών με τις λαϊκές δυνάμεις που εγκαταλείπουν το δικομματισμό.
8. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ΚΟΕ θεωρεί όχι δευτερεύον το ζήτημα των διαδικασιών που θα επιλεχθούν για τη συγκρότηση του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, αν όντως αυτός είναι ο στόχος. Άρα, αντιτίθεται σε συναντήσεις με «παράγοντες του σοσιαλιστικού χώρου» οι οποίες καταλήγουν σε κατά μόνας κλείσιμο συμφωνιών, που εμφανίζονται κατόπιν ως τετελεσμένα τα οποία δεν συζητούνται και τα πληροφορούμαστε με ανακοινώσεις μέσω των ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, η ΚΟΕ τονίζει ότι δεν θεωρεί παγιωμένη και αμετακίνητη τη στάση των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, πολιτικής και κοινωνικής. Με αυτή την έννοια, οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να απευθύνονται σε αυτές τις δυνάμεις και, για να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες αποδοχής, πρέπει επίσης να διαπερνώνται από πνεύμα υπέρβασης των υπαρκτών, σήμερα, καταστάσεων. Έτσι θα προωθηθεί η υπόθεση του μεγάλου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ως μοναδικής αξιόπιστης απάντησης στα σημερινά αδιέξοδα της χώρας, και θα γίνει αντιληπτό από τους πάντες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί ειλικρινά τη συγκρότησή του.
1. Με πληθώρα δηλώσεων και τοποθετήσεων, εκπρόσωποι όλου του καθεστωτικού πολιτικού φάσματος «υπερβαίνουν» τις αντιθέσεις τους και καλούν στην παράταση ζωής της δίχως καμιά λαϊκή νομιμοποίηση κυβέρνησης Παπαδήμου «ώσπου να ολοκληρώσει το έργο της»: δηλαδή τον πλήρη εξανδραποδισμό του ελληνικού λαού και το ξεπούλημα ολόκληρης της χώρας. Τα ξένα και εγχώρια επιτελεία των από πάνω, παρά τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, συναινούν στη συνέχιση του «πειράματος» που δοκιμάζουν στην Ελλάδα εδώ και δύο σχεδόν χρόνια. Έτσι, είναι πολύ πιθανό, και μάλιστα σχετικά σύντομα, το λαϊκό κίνημα να βγει στους δρόμους με ακόμη πιο «στοιχειώδη» αιτήματα από αυτά που προέβαλε στην πρώτη φάση μετά την επιβολή του μνημονίου, όπως: εκλογές, δημοκρατία, να σταματήσει το φίμωμα του λαού.
2. Σε αυτή την κατάσταση, η Αριστερά θα όφειλε να προχωρά σε τολμηρά ανοίγματα προς τα πλατιά λαϊκά στρώματα, αλλά και συλλογικότητες, που αποδεσμεύονται από το δικομματικό εναγκαλισμό μιας προηγούμενης περιόδου, και είναι προϊόν μιας τεράστιας μετατόπισης συνειδήσεων η οποία συντελείται τα τελευταία 2-3 χρόνια. Σήμερα είναι επείγον, είναι πιο αναγκαίο παρά ποτέ να ενταθεί η προσπάθεια συσπείρωσης όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν την κατάργηση των υποδουλωτικών συμφωνιών και μνημονίων, το διώξιμο της τρόικας, την ανατροπή του ιδιότυπου κατοχικού καθεστώτος και όλου του πολιτικού προσωπικού που το υπηρετεί.
3. Ένα τέτοιο μέτωπο θα είναι σαφώς ευρύτερο από την Αριστερά – η οποία θα πρέπει να κερδίσει τη θέση της μέσα σε αυτό, θα πρέπει να πείσει για τη χρησιμότητά της, για να συμβάλει ώστε αυτό το πλατύ λαϊκό μέτωπο να εκπληρώσει το πρόγραμμά του, να μην χειραγωγηθεί και αποπροσανατολιστεί από αστικά επιτελεία και ιμπεριαλιστικά κέντρα. Φυσικά, για να γίνει δυνατό να υλοποιηθεί αυτός ο στόχος, που υπηρετεί τα πιο βασικά συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας και αποσκοπεί στη σωτηρία του λαού και της χώρας, η Αριστερά οφείλει να αντιληφθεί τις ανάγκες του σήμερα. Οφείλει να αντιληφθεί τις ραγδαίες και τρομακτικές αλλαγές που είναι σε εξέλιξη, και άρα να πάψει να σκέφτεται και να δρα «όπως χτες». Μέχρι τώρα δεν έχει επιτευχθεί κάτι τέτοιο.
4. Το πολιτικό πλαίσιο που θα μπορούσε να συσπειρώσει σήμερα ευρύτατες λαϊκές μάζες είναι δυνατό να συμπυκνωθεί στο τρίπτυχο «Να φύγει η τρόικα και όλοι οι υπηρέτες της – Να καταργηθούν όλα τα μνημόνια – Ανατροπή του σάπιου πολιτικού συστήματος και πραγματική δημοκρατία». Στο μεταξύ ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ήδη προχωρήσει σε ανοίγματα προς άλλες πολιτικές, κυρίως, δυνάμεις. Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ικανοποιητική η μέχρι στιγμής επιτυχία στο θέμα των συνεργασιών και της οικοδόμησης του μετώπου. Το βασικό εμπόδιο έγκειται στην ανεπαρκή, ακόμη, κατανόηση των ραγδαίων αλλαγών τόσο στη γενικότερη κατάσταση όσο και στις συνειδήσεις πλατιών λαϊκών στρωμάτων. Η βούληση του ΣΥΡΙΖΑ να εκφράσει εκλογικά αυτόν τον κόσμο δεν αρκεί, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εγκολπώνεται τα αιτήματα και τους πόθους που εκφράστηκαν στις πλατείες, στις παρελάσεις κ.λπ. – δηλαδή όσα θέτει ο διάχυτος ριζοσπαστισμός των λαϊκών δυνάμεων.
5. Φαίνεται πως, μπροστά στην αδυναμία συγκρότησης ενός τέτοιου μετώπου με βασικό κορμό την Αριστερά, λόγω και της άρνησης άλλων δυνάμεων, η ηγεσία του ΣΥΝ μοιάζει να προνομοποιεί «αναγκαστικά» το άνοιγμα προς το «σοσιαλιστικό χώρο» απευθυνόμενη σε προσωπικότητες και στελέχη που αποδεσμεύονται από το ΠΑΣΟΚ. Ο περιορισμός των επιδιωκόμενων συνεργασιών σε τέτοια βάση είναι προβληματικός για τους εξής λόγους: Α) Δεν βρίσκεται στην τροχιά οικοδόμησης ενός πλατιού μετώπου. Δεν οικοδομεί διαδικασίες για τη δημιουργία ενός τέτοιου μετώπου, ούτε εντάσσεται σε τέτοιες διαδικασίες. Β) Δεν κατανοεί την ευρύτητα του λαϊκού ριζοσπαστισμού, που διαπερνά πλέον όλους τους πολιτικούς χώρους και αποδεσμεύεται από αυτούς, καταλογίζοντάς τους αναξιοπιστία. Γ) Στοχεύει «ρεαλιστικά» σε ένα καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα, και όχι στην ανατροπή του πολιτικού σκηνικού. Δ) Ακόμη και η κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ στην πλειοψηφία της δεν έχει διόλου καλή γνώμη για πολλές από τις προσωπικότητες (πλην λαμπρών εξαιρέσεων) και τα στελέχη που μέχρι πολύ πρόσφατα συμμετείχαν ενεργά στο διαχρονικό αντιλαϊκό πάρτι. Τη στιγμή που επιχειρείται να δημιουργηθούν αναχώματα για να συγκρατηθεί η αμφισβήτηση, ακόμα και εάν επιδιωκόταν μια απλή εκλογική συνεργασία θα όφειλε να έχει διαμορφωθεί ένα πολιτικό πλαίσιο για τη σαφή και έμπρακτη δέσμευση ιδίως των στελεχών που απομακρύνονται από το ΠΑΣΟΚ και πλησιάζουν την Αριστερά, έχοντας προηγουμένως υπηρετήσει επί μακρόν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Διαφορετικά, θα είναι δικαιολογημένη η υποψία ότι αυτά τα στελέχη βλέπουν την Αριστερά απλά ως όχημα για την εξασφάλιση κάποιων εδρών και για το ξαναπλασάρισμά τους στην κεντρική πολιτική σκηνή.
6. Επαναλαμβάνουμε για μια ακόμη φορά ότι είμαστε αντίθετοι με τη διαχρονική αντίληψη μεγάλου τμήματος των ηγεσιών της Αριστεράς, ότι το ΠΑΣΟΚ (όπως παλιότερα το Κέντρο) ανήκει γενικά σε έναν φανταστικό «προοδευτικό χώρο», σε αντίθεση με την «επάρατη Δεξιά». Εδώ και καιρό η ζωή έχει αποφανθεί: το ΠΑΣΟΚ δεν εκπροσωπεί κάποια «σοσιαλδημοκρατία» έτσι όπως μπορεί να την είχε η Αριστερά στο μυαλό της. Αντίθετα, είναι βασικός πυλώνας του αστισμού στην Ελλάδα. Η μετεμφυλιακή διχοτόμηση της ελληνικής κοινωνίας δεν υφίσταται πλέον, και άρα η μετεξέλιξη της «κεντρώας δημοκρατικής παράταξης», το ΠΑΣΟΚ, δεν αποτελεί ένα έστω μακρινό συγγενή της Αριστεράς που συχνά παρεκτρέπεται και συμπεριφέρεται «ενάντια στη φύση του». Άρα πρέπει έστω και τώρα, έστω καθυστερημένα, να εγκαταλειφθεί ο κεντροαριστερός «άξονας σκέψης» πάνω στον οποίο εδράζεται η τακτική (ίσως και η στρατηγική!) της Αριστεράς. Αντίθετα, είναι αναγκαία μια ανεξάρτητη αριστερή πολιτική, που θα απευθύνεται τολμηρά στο ριζοσπαστισμό για να συγκροτήσει ένα μεγάλο πολιτικό και κοινωνικό μέτωπο με τους στόχους που αναφέρθηκαν.
7. Συμπερασματικά, η επιμονή στη συνεργασία με «διαφοροποιούμενους» οι οποίοι απλώς επιζητούν μια προσωρινή στέγη που θα τους δώσει τη δυνατότητα να οικοδομήσουν με ξένα υλικά ένα δικό τους εγχείρημα, βλάπτει και την Αριστερά και το λαϊκό ριζοσπαστισμό, που δεν μπορεί ούτε να εμπνευστεί ούτε να εκφραστεί μέσα από τέτοια «μέτωπα». Την ίδια στιγμή, είναι αναγκαίο να αγκαλιαστούν όλοι οι τίμιοι άνθρωποι που με ειλικρίνεια αποδεσμεύονται από τον πασοκισμό και επιθυμούν να εργαστούν έμπρακτα για ένα πλατύ ανατρεπτικό μέτωπο. Χρειάζονται, γι’ αυτό, σαφή κριτήρια και πλαίσια συνεργασίας, τα οποία τουλάχιστον θα περιορίζουν τα όποια λάθη όταν επιζητούμε την απόκτηση δεσμών με τις λαϊκές δυνάμεις που εγκαταλείπουν το δικομματισμό.
8. Για όλους αυτούς τους λόγους, η ΚΟΕ θεωρεί όχι δευτερεύον το ζήτημα των διαδικασιών που θα επιλεχθούν για τη συγκρότηση του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου, αν όντως αυτός είναι ο στόχος. Άρα, αντιτίθεται σε συναντήσεις με «παράγοντες του σοσιαλιστικού χώρου» οι οποίες καταλήγουν σε κατά μόνας κλείσιμο συμφωνιών, που εμφανίζονται κατόπιν ως τετελεσμένα τα οποία δεν συζητούνται και τα πληροφορούμαστε με ανακοινώσεις μέσω των ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, η ΚΟΕ τονίζει ότι δεν θεωρεί παγιωμένη και αμετακίνητη τη στάση των άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, πολιτικής και κοινωνικής. Με αυτή την έννοια, οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να απευθύνονται σε αυτές τις δυνάμεις και, για να έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες αποδοχής, πρέπει επίσης να διαπερνώνται από πνεύμα υπέρβασης των υπαρκτών, σήμερα, καταστάσεων. Έτσι θα προωθηθεί η υπόθεση του μεγάλου πολιτικού και κοινωνικού μετώπου ως μοναδικής αξιόπιστης απάντησης στα σημερινά αδιέξοδα της χώρας, και θα γίνει αντιληπτό από τους πάντες ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επιθυμεί ειλικρινά τη συγκρότησή του.